(Απόσπασμα από την αφήγηση της Ειρήνης Εγγλέζου)
[…] Και όταν βγήκαμε και πήγαμε για την παραλία είχαν πολυβόλο και πηδήξανε ο στρατός στη θάλασσα. Θερίζουν τον στρατό οι Τούρκοι και ήταν η παραλία ίσα με 20 μέτρα γεμάτο στρατό πνιγμένο. Τους θερίσανε και ήταν σκοτωμένοι όλος ο δρόμος. Έλληνες στρατιώτες σκοτωμένοι.
Πνιγμένοι μέσα στη θάλασσα. Δεν μποράγαμε να φύγουμε. Είχαμε μαζευτεί, αλλά από πού να φύγουμε, τα καράβια ήταν μακριά. […]
Με τα μάτια μου είδα, από κάτω από τη Σκάλα της Σμύρνης που είδα καράβια και από τη μια και από την άλλη στρατιώτες (Έλληνες) με όπλα, πνιγμένοι χιλιάδες μέσα στη θάλασσα. Η παραλία ήταν γεμάτη, άκουγες κρατς-κρουτς, στρατιώτες από κάτω από την παραλία και κόσμος και παιδιά, όλοι πνιγμένοι, στο νερό, που είχαν τα καράβια και φορτώνανε και χτυπάγανε και ήταν οι στρατιώτες και ο κόσμος σκοτωμένοι.
Είδα στρατιώτες μπρούμουτα με το σπαθί, κομμένο το ένα πλευρό από δω και τ’ άλλο από κεί.
Άλλο στρατιώτη είδα πάλι που του είχανε την λόγχη χωμένη στην πλάτη μπρούμουτος και του είχαν χυθεί τα έντερα κάτω αλλά και άλλο κόσμο είδα έτσι.
Άλλη γυναίκα παλουκωμένη με παλούκι και δεν είχε πεθάνει και χτυπιότανε “πα-πα-πα” έκανε. Παιδιά τσαλαπατημένα με τον κόσμο, όποιος περάσει πιο μπροστά και τρέξει. Αυτά τα είδαμε ωσότου να ξαναπάμε στη Σμύρνη και να φύγουμε. Αρπάξανε δαχτυλίδια, κόβανε κεφάλια, χέρια. Με το σπαθί πάρ’ το δαχτυλίδι και δρόμο. Έκοβαν το χέρι και δρόμο.
Μέσα στη θάλασσα χτυπούσαν τα πτώματα το ένα με το άλλο, τρακ-τρουκ, έτσι. Και εμείς στεκόμασταν στην άκρη. Και κάνει ο πατέρας μου: Άντε να βγούμε να πάμε μέχρι το Κορδελιό. Φοβόμασταν τη φωτιά γιατί προχωρούσε. Έσβησε η φωτιά και μετά φύγαμε. Σχεδόν οι τελευταίοι. […]
Την ώρα που βγήκαμε εμείς, ξέχασα να σου πω, και πηγαίναμε στο Κορδελιό, περνούσαμε από το Μπαριακλί και σταθήκαμε για μια στιγμή να πάρουμε ανάσα, βγήκε μια Τουρκάλα από το Κορδελιό και πετάει δύο χειροβομβίδες και πέσαν απάνω μας. Δεν της είχαμε κάνει τίποτα. Σκάσανε και σκοτώθηκε ο κόσμος που ήταν πέντε βήματα πιο πέρα από εμάς. Ήταν ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι σαν και μένα και ήταν το ένα από τη μια και το άλλο από την άλλη και το κοριτσάκι σκοτώθηκε με τη χειροβομβίδα που ρίξανε. Δίπλα ήμουνα εγώ και μετά ήταν ο αδερφός μου με το αγοράκι. Εκείνοι δεν πάθανε τίποτα. Σκότωσε πολύ κόσμο και παραλίγο και εγώ να ήμουνα.
[…] Αλλά μόλις ανέβηκα στο καράβι απάνω και λέει η μάνα μου και ο πατέρας μου κάνοντας τον σταυρό του εκείνη την ώρα: “Δόξα τω Θεώ είμαστε όλοι μαζί και γεροί. Δεν θέλουμε τίποτα άλλο. Κομμάτια να γίνουν όλα”. […]
Είπανε πως το πλοίο θα μας έβγαζε Πειραιά αλλά έπιασε Χίο. Εκεί είναι το νόστιμο. Δεν μ’ έκλεψαν οι Τούρκοι και μ’ έκλεψαν οι δικοί μας, οι Έλληνες
Ο πατέρας μου ανέβηκε στο πλοίο ξυπόλητος και η μητέρα μου ήταν ξυπόλητη γιατί είχε κόψει τα τακούνια της από το τρέξιμο και μετά της τα πήραν οι Τούρκοι. […]