[…] Το Ελληνικό κράτος, μετά την Εθνική Καταστροφή του 1922, για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων από ολόκληρο τον Μικρασιατικό χώρο οι οποίοι είχαν εξαναγκασθεί να εγκαταλείψουν στην Ανατολή κινητές και ακίνητες περιουσίες, δημιούργησε συνοικισμούς σ’ ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια προκειμένου να τους στεγάσει.
Ένας από τους συνοικισμούς αυτούς υπήρξε και η Νέα Κοκκινιά (το 1940 μετονομάστηκε σε Νίκαια) ο μεγαλύτερος προσφυγογενής Δήμος της Αττικής και ο δεύτερος, μετά τη Θεσ/νίκη, στην Ελλάδα.
Έστησαν αντίσκηνα και αργότερα ξύλινα παραπήγματα για να εναποθέσουν εικονίσματα, ιερά σκεύη, τέμπλα, Δεσποτικά, άμβωνες που μετέφεραν από τις Αλησμόνητες Πατρίδες της Ελληνικής Ανατολής τόσο οι πρόσφυγες όσο και ο Αρχιερατικός Επίτροπος Γερβάσιος κατά την Ανταλλαγή. Πρώτος ναός σε αντίσκηνο, τον Οκτώβριο του 1922 ήταν ο σημερινός καθεδρικός ναός Νικαίας Άγιος Νικόλαος. Έως το 1931 λειτούργησαν οκτώ ναοί.
Ο συνοικισμός ιδρύθηκε χάρη στην πρωτοβουλία του Επαμεινώνδα Χαριλάου Α΄ Αντιπροέδρου του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων. Έλαβε την ονομασία Νέα Κοκκινιά για να διαχωρίζεται από την προϋπάρχουσα συνοικία του Πειραιά Κοκκινιά, η οποία από τότε έλαβε την ονομασία Παλαιά Κοκκινιά.
Ο θεμέλιος λίθος του τέθηκε τη 18/3/ 1923 κατά τον Μ. Ροδά ή τη 18/6/1923 κατά τον Σουρμελή. 6.390 οικογένειες στεγάσθηκαν σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάσθηκαν 4.000 πρόσφυγες μεταξύ των οποίων και 900 γυναίκες.
Παράλληλα σχεδιάσθηκαν οι δρόμοι που έλαβαν τις ονομασίες τους από τις πόλεις της Ανατολής μετά από ιδέα του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή και με αλφαβητική σειρά. Οι ονομασίες αυτές αποτελούν άμεση και εις το διηνεκές διδασκαλία στους νέους της ιστορίας των ελληνικών πατρίδων της Ανατολής.
Τα οικήματα του συνοικισμού της Ν. Κοκκινιάς είναι:
- Ισόγειες κατασκευές αποτελούμενες από ένα δωμάτιο, μικρή κουζίνα και κοινό χώρο υγιεινής, συνολικά 36 τ.μ. για κάθε οικογένεια έστω και πολυμελή.
- Διώροφα συγκροτήματα πολλών οικημάτων που δημιουργούν τετράγωνα εντός των οποίων υπάρχει κοινόχρηστος χώρος - πλυσταριά-πλυντήρια.
- Διώροφες κατοικίες με τις ίδιες αναλογίες που στέγαζαν δύο οικογένειες ανά όροφο.
- Οι γερμανικές παράγκες, που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αποτελούνταν από ένα δωμάτιο και είχαν δίριχτη στέγη.
- Η αυτοστέγαση είτε με οικήματα από ευτελή υλικά είτε σε οικόπεδα που αγόραζαν οι πρόσφυγες.
[…] Ήδη από το 1923 ιδρύθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς νοσοκομείο με τη μορφή πολυϊατρείου, από τη φιλανθρωπική οργάνωση «Νοσοκομεία Αμερικανίδων Κυριών».
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε από τον προσφυγικό συνοικισμό, Είχαν μάθει να τα έχουν όλα και να τα θέλουν όλα. Το πρώτο θέατρο λειτούργησε το 1923 μέσα σε σκηνή στην πλατεία Αγίου Νικολάου και ονομαζόταν ΣΜΥ ΡΝΗ και γέμισαν την πόλη σινεμά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της οδού Γ. Κονδύλη (τώρα 7ης Μάρτη 1944) με τους έξι κινηματογράφους.
Τα τρία τέταρτα των κατοίκων ήταν εργάτες, τεχνίτες, οικοδόμοι, ξυλουργοί, υπάλληλοι και περίπου 20.000 εργάζονταν εκτός της πόλης, ενώ λειτουργούσαν δώδεκα ταπητουργεία με 500 εργάτες και εργάτριες και καταστήματα όλων των ειδών. Αναδημιούργησαν επίσης και την αθλητική τους ζωή φροντίζοντας ν’ ανασυγκροτήσουν και τις αθλητικές τους δυνάμεις.
Τα πρώτα σχολειά λειτούργησαν μέσα στα πλυσταριά ή στα αντίσκηνα-ναούς όπου πρωτοδίδαξαν οι διδασκάλισσες και οι διδάσκαλοι που κατοικούσαν στον συνοικισμό.
Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς ανήκε διοικητικά στον Δήμο Πειραιώς έως τον Δεκέμβριο του 1933. Τον Ιανουάριο 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς και πρώτος Δήμαρχος εκλέχθηκε ο Στυλιανός Κοραής.
Η πείνα και οι κακουχίες της Κατοχής δεν εμπόδισαν τους Νικαιώτες να οργανωθούν σε αντιστασιακές ομάδες κατά των κατακτητών. Την 6-7 και 8 Μάρτη 1944 στη Μάχη της Κοκκινιάς οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους είχαν περικυκλώσει την πόλη και για τρεις ημέρες αναμετρήθηκαν με τις αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛ ΑΣ. Οι σφοδρές μάχες συνήφθησαν στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την πλατεία Δαβάκη-Περιβολάκι Νικαίας και έληξαν με την υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την περιοχή στις 8 Μαρτίου.
[…] Τα ξημερώματα της 17ης Αυγούστου 1944 τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής με τους Έλληνες συνεργάτες τους έζωσαν την προσφυγούπολη και κάλεσαν τους άρρενες πολίτες από 14 έως 60 ετών να παρουσιαστούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Κουκουλοφόροι προδότες, περπατώντας ανάμεσα στις σειρές των πολιτών υποδείκνυαν στους Γερμανούς τους πατριώτες που γνώριζαν ότι είχαν αντιστασιακή δράση. Οι Γερμανοί τους οδηγούσαν στην παρακείμενη μάντρα του υφαντουργείου Παγιασλή, όπου τους εκτελούσαν αφού πρώτα τους βασάνιζαν φρικτά. Δεκάδες εκτέλεσαν και στη μάντρα του Κόκκινου στη Νεάπολη. Μετά τις εκτελέσεις 4.300 πολίτες οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου άλλους εκτελέσουν και άλλους έστελναν ομήρους στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παράλληλα οι Γερμανοί έκαψαν 95 προσφυγικά σπίτια στη Νεάπολη όπου κατοικούσαν περίπου 133 οικογένειες και έμειναν άστεγοι 500 άνθρωποι.
Όσοι από τους ομήρους επέστρεψαν σημαδεύτηκαν για πάντα από ψυχολογικά και οργανικά τραύματα:
Γ.Β.: «Μαθητής. Συνελήφθη 8/3/1944 και καθ’ οδόν για το Χαϊδάρι εκτελέ-
στηκε επί τόπου από Γερμανό στρατιώτη, αφού προηγουμένως τον πάτησε με
την μπότα του».
Ν.Μ.: «Από το Χαϊδάρι, μετήχθη, όμηρος στην Γερμανία στο Στρατόπεδο Συ-
γκέντρωσης BIBLIS. Τους μετέφεραν με τραίνα-φορτηγά (50 άτομα και 8 άλογα)
σε κάθε βαγόνι. Μετά από 15 ημέρες έφθασαν στην Γερμανία και τον οδήγησαν
στο ως άνω Στρατόπεδο Συγκέντρωσης. Τα καταναγκαστικά έργα ήταν στο στρα-
τιωτικό αεροδρόμιο καθώς και στις σιδερένιες γέφυρες της πόλης BORMS, από τις
5.00΄ το πρωΐ έως τις 19.00΄ το βράδυ, κάτω από άθλιες συνθήκες. Βροχές, χιόνια,
νηστικοί, ρακένδυτοι».
Δ.Ρ.: «Από το Χαϊδάρι μετήχθη, όμηρος στην Γερμανία στα Στρατόπεδα Συ-
γκέντρωσης BIBLIS-AUERBACHEBE SHEIM, όπου δούλευε σε τούνελ, 90 μέτρα
κάτω από τη γη».
Το πρώτο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης ήταν το HANAU, όπου μέσα σε μια
καταρρακτώδη βροχή μας ξεχώρισαν και μας πήγαν σε θαλάμους που δεν είχαν
στέγες και παράθυρα.
Η χήρα Μ.Κ. αφηγείται: «Έκαψαν οι Γερμανοί την ισόγειο προσφυγική οικία
της 50 τ.μ. … πέταγαν μπαρούτι, πυροβολούσαν έκαιγαν τα σπίτια. πριν τα κάψουν έμπαιναν μέσα και έψαχναν ό,τι πολύτιμο υπήρχε: χρυσά, πεντόλιρα, ασημικά και τα κλέβανε».