[…] Έτσι η Μάγδα, ξαφνικά και ανέλπιστα, έμαθε πως είναι φορέας του ιού του AIDS. Μόνη, χωρίς στήριγμα, βρισκόταν μέρα νύχτα στο πλάι τού, επίσης μολυσμένου, συντρόφου της, μέσα σε έναν κλειστοφοβικό θάλαμο. Ήταν ένα κορίτσι υπομονετικό που είχε δεχτεί την άσχημη τροπή της ζωής της στωικά, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε μια στιγμή. Μερικές φορές μάλιστα χαμογελούσε, έστω και θλιμμένα.
Το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, η μοίρα θέλησε να χαρίσει στο ζευγάρι ένα μικρό χαμόγελο. Θες με τα φάρμακα, θες με τις δικές μας προσπάθειες, ο νέος άρχισε σταδιακά να δείχνει σημεία βελτίωσης. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήρε λίγο βάρος, ο πυρετός υποχώρησε και τρεις μήνες αργότερα έμοιαζε να έχει ξεπεράσει κάποια από τα προβλήματα που τον είχαν κεραυνοβολήσει. Δεν ήταν όμως τα πράγματα τόσο ενθαρρυντικά όσο φαίνονταν. Εμείς οι γιατροί του ξέραμε καλά πως εξακολουθούσε να είναι βαριά άρρωστος, πως οι μύκητες δεν είχαν ξεριζωθεί από τον οργανισμό του και πως, δυστυχώς, κάποια στιγμή το κακό θα ξαναρχόταν.
Η Μάγδα έδειχνε ευχαριστημένη.
«Τα καταφέρατε! Είναι καλά. Θα κουβαλάει τον ιό όπως και εγώ, αλλά τι με αυτό; Θα ζήσουμε μαζί».
Το «θα ζήσουμε» ήταν μεγάλη κουβέντα.
Με βρήκε στο γραφείο μου μια Τετάρτη μεσημέρι.
«Γιατρέ, ο Βασίλης είναι πια αρκετά καλά. Μπορεί να πάρει εξιτήριο;»
Ήμουν αναγκασμένη να αρνηθώ.
«Δεν μπορώ να τον αφήσω να φύγει ακόμα, Μάγδα. Η ζωή του κινδυνεύει. Τα φάρμακα που παίρνει δεν είναι παίξε γέλασε. Πρέπει να χορηγούνται στη φλέβα, στην ώρα τους, με παρακολούθηση πολλών δεικτών. Ξέχνα το».
Την κατάλαβα που πικράθηκε, αλλά κάτι την έσπρωχνε να επιμείνει.
«Τότε, μπορείτε να του δώσετε άδεια το Σαββατοκύριακο; Τη Δευτέρα θα είναι πίσω».
Απόρησα πραγματικά.
«Καλά, τι είναι αυτό το επείγον που πρέπει να τον οδηγήσει εκτός νοσοκομείου το Σαββατοκύριακο;»
Αναψοκοκκινισμένη μου απάντησε χωρίς να πάρει ανάσα.
«Το Σάββατο παντρευόμαστε!»
«Θεέ και Κύριε! Αυτό το Σάββατο, μεθαύριο;»
«Μάλιστα».
«Καλά, δεν μπορούσατε να περιμένετε λίγο;»
Με αποστόμωσε. Με κατεβασμένη τη φωνή και το κεφάλι, δείχνοντας πως έχει απόλυτη συνείδηση των γεγονότων, μου απάντησε:
«Δεν είμαι σίγουρη πως θα βρούμε άλλη ευκαιρία…» […]
[…] Έξι μήνες περίπου είχαν περάσει. Η Φανή είχε τελειώσει τις ακτινοβολίες της αφού προηγουμένως είχε υποβληθεί στην επέμβαση μετατόπισης των ωοθηκών. Όλα είχαν πάει καλά, όπως μας διαβεβαίωσε ο χειρουργός. Βρισκόταν πια στον τρίτο κύκλο της χημειοθεραπείας, όταν παρατήρησα ότι ο Αντώνης δεν τη συνόδευε πια. Μαζί της ερχόταν η μάνα της ή η μεγαλύτερη αδελφή της.
Κάποια στιγμή που μείναμε οι δυο μας, την ρώτησα:
«Πού είναι ο άντρας σου;»
Με κοίταξε και τα υπέροχα μάτια της βούρκωσαν.
«Έφυγε».
«Πού πήγε;»
«Πουθενά. Πώς να σας το πω. Με άφησε. Χωρίσαμε».
Δεν είπα τίποτα. Την κοίταξα με απορία, ενώ εκείνη συνέχισε:
«Δεν μου εξήγησε γιατί, φαίνεται πως τον κούρασα. Ή δεν ήθελε να έχει μια γυναίκα με τόσο βαριά αρρώστια».
Τόση πίκρα! Τόση εγκατάλειψη!
Τον πήρα τηλέφωνο. Του ζήτησα να περάσει να μιλήσουμε. Αρνήθηκε.
«Όχι, γιατρέ, δεν μπορώ. Μη νομίζεις πως δεν μου στοίχισε. Αλλά σου εξήγησα από την αρχή. Πιστεύω πως ο σκοπός του ανθρώπου είναι να φέρει στον κόσμο παιδιά. Δεν θα αντέξω να μείνω άτεκνος. Θα κανονίσω αλλιώς τη ζωή μου. Λυπάμαι πολύ».
Πόσο εγωιστική και απάνθρωπη μου φάνηκε η συμπεριφορά του! Πραγματικά πιστεύω ότι υπάρχουν φάσεις στη ζωή που κάποιος δεν πρέπει να σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και τις επιθυμίες του. Όμως έτσι είχε γίνει. Ο Αντώνης είχε εγκαταλείψει την άτυχη Φανή. […]
[…] Φαίδρα μου, σου αράδιασα μερικές ιστορίες γυναικών που η μοίρα τις οδήγησε σε ανείπωτη ερημιά και απομόνωση, με την πεποίθηση ότι θα σου δώσουν την ευκαιρία να αισθανθείς πιο δυνατή και πιο ώριμη ώστε να ξεπεράσεις και τις δικές σου κρίσεις μοναξιάς. […]
[…] Στο σημείο αυτό, αισθάνομαι την ανάγκη να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις που είναι αλληλένδετες με τον χαρακτήρα και την ψυχολογία μου. Δεν θέλω να θεωρήσεις ότι με την εκτεταμένη αναφορά μου σε γυναικείες ιστορίες μοναξιάς παραβλέπω παρόμοια προβλήματα που αφορούν άντρες. Κάθε άλλο μάλιστα. Έμαθα να σέβομαι τον άνθρωπο συνολικά, να αντιμετωπίζω με την ίδια ευαισθησία και τους άντρες και τις γυναίκες. Στη μακροχρόνια πορεία μου μέσα στον χώρο του πόνου και της ανημποριάς που η ζωή και ο θάνατος κονταροχτυπιούνται, συνάντησα επίσης άντρες μοναχικούς, έρημους και εγκαταλελειμμένους. Τόσο, που κάποια στιγμή, μου μπήκε η ιδέα πως, για κάθε γυναίκα μόνη, κάπου αλλού –ποιος ξέρει πού;– υπάρχει ένα αντίστοιχο αντίγραφο ανδρικού φύλου.
Σε αυτό όμως το γράμμα, το θέμα είναι η γυναίκα, επειδή εμείς μιλάμε μεταξύ μας ως γυναίκες. Και επειδή εγώ θέλησα να περιγράψω ορισμένες πλευρές της γυναικείας ερημιάς, με αφορμή εσένα, καλή μου μαθήτρια, που μου εμπιστεύτηκες τους καημούς σου σε μια κρίσιμη φάση της ζωής σου. […]