ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ
ΣΤΑΥΡΩΤΗΔΕΣ
και η Δεσποσύνη της
Κύπρου
Τρεις
είναι οι λόγοι, που μπορούν να παρωθήσουν κάποιον φιλαναγνώστη να διαβάσει το
μυθιστόρημά «Σταυροφόροι σταυρωτήδες»:
Ο
πρώτος λόγος: διότι τούτο αναφέρεται στην Κύπρο, που όπου κι’αν περπατήσεις και
συνομιλήσεις με τους ανθρώπους με τα
πουλιά, τα δέντρα και τις πέτρες του κάθε τόπου, δεν χορταίνει ν’ακους και να
νοιώθεις το συντάραχο της ψυχής σου ωσάν να ήσουν κι’εσύ ένας από τους ενόχους
της αέναης τραγωδίας της , από μακριά και από κοντά ν’ακους κάθε τόσο την φωνή του Σολωμού να σε πληροφορεί: «Σ’ ελέγχει η πέτρα που
πατείς και κλειεί φωνή κι αυτήνη» ή όταν ασθμαίνοντας ανέβηκες στις χιονισμένες κορφές του Τροόδους ή σκαρφάλωνες
στους χαλκοπράσινους βράχους του Πενταδάκτυλου να εκστασιάζεσαι θωρώντας το
Σολωμό γιγάντιο όσον τον Κυπριακό Διγενή να δρασκελάει το βουνό δασκαλεύοντάς
σε πως του «ελληνικού κόσμου» «δόξα ‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι».
Και προσκυνώντας στα «Μνήματα» των ηρώων και μαρτύρων του αγώνα της ΕΟΚΑ να
ψιθυρίζω με συντριβή: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»
Ο
δεύτερος λόγος, που μπορεί να σε αναγκάσει να παραιτήσεις ακόμα και πολύ
επείγουσες δουλειές σου και να διαβάσεις το έργο αυτό επι δύο ολόκληρες ημέρες
αν τύχει να μη είσαι ταχυαναγνώστης, είναι
ο πειρασμός να εξετάσεις και να
συγκρίνεις το κατά πόσον τα «realla»
αυτού του έργου συμφωνούν με την ιστoρική πραγματικότητα και σε ποιο βαθμό τα «ψεύδη
του ποιητή» εισχωρούν στην εξιστόρηση του μύθου. Και τι μπορείς να
διαπιστώσεις με μεγάλη σου έκπληξη;
Ο
λόγος του Φλωμπέρ, ότι το μυθιστόρημα είναι έργο τέχνης πολύ απαιτητικό ως προς
τη μορφή και τη σύνθεση, απαιτητικότερο ακόμα και από όσο το ποίημα,
επιβεβαιώνεται έκδηλως και σε τούτη την περίπτωση. Διότι στο μεν ποίημα ο
δημιουργός του συγκαλύπτει τις αυθαιρεσίες του μέσα στην ασυλία, που του
χορηγεί η «ποιητική αδεία». Και ο Μ Δελησάββας ως ποιητής γνωρίζει καλά αυτήν την «πονηρία» μολονότι στις «προσωπογραφίες»
του (ποιητική συλλογή για 31 Έλληνες λογοτέχνες)όπως και στα αφηγηματικά του
κείμενα με την δωρική λιτότητα του λόγου του και την νατουραλιστική αντίληψη
για την αλήθεια της πραγματικότητας δεν
απέχει πολύ από το να δίνει την εντύπωση ότι δεν συνθέτει μυθιστόρημα αλλά καταγράφει ένα αυθεντικό
χρονικό ως μαρτυρία του καιρού
για τα θέσφατα της Ειμαρμένης Ο
απαιτητικός αναγνώστης θα ήθελε να
εξετάσει στο έργο τούτο την τέχνη του
συγγραφέα ως προς την σπονδύλωση του μύθου την συγκόλληση του με τα πιθανά
ευρήματα στην αρτίωση και δραματοποίηση
της ιστορίας και την αγκίστρωση
των περιπετειών του μύθου ανάμεσα στον
ορμαθό των πολυαίμακτων βιαιοπραγιών.
Είχαν δίκιο οι
Αλεξανδρινοί λόγιοι, που πίστευαν οτι και η κωμωδία και η τραγωδία είχαν
πρόδρομό τους το έπος του Ομήρου. Κι εδώ, μέσα από το έπος της Τρίτης
Σταυροφορίας (1189-1192), της οποίας την ιστορία έχει ως βάση το μυθιστόρημά
σας, πηγάζει και διαχέεται στη Μεσόγειο και τη Μικρασία, φτάνοντας πάνω ψηλά
στη Βασιλεύουσα και διαφυσώντας τα Καρπάθια και τις Άλπεις απλώνεται ακόμα
ψηλότερα μέχρι τη Γερμανία και τη Νορμανδία, η πολυώδυνη τραγικότητα της
αξιοπρέπειας των Ελλήνων. Ένα υπέροχο υλικό διαρθρωμένο κυκλικά και σπειροειδές
στον άξονα του χρόνου ως σαγηνευτικός πειρασμός για την έμπνευση μεγάλου
δραματουργού!
Άλλά εκείνοι οι δημιουργοί, που ανύψωσαν το είδος αυτό σεανώτερη βαθμίδα τέχνης και
διαμόρφωσαν την τεχνική του ιστορικού μυθιστορήματος αναδεικνύοντάς το σε
καλλιτεχνικό είδος, όπως Μπαλζάκ, ο Τολστόι, ο Β. Ουγκώ, ο Ουωλτερ Σκώττ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Αιμιλ Ζολά -προς την τεχνοτροπία τουοποίου φαίνεται πολύ
συγγενικό τούτο το μυθιστόρημα- και πολλοίάλλοι, είδαν και διέπλασαν το μυθιστόρημα ως ένα πολυπρίσμα της πολυσχιδούς πραγματικότητας. Μια
τέτοια πραγματικότητα αναδύεται και μέσα από τις σελίδες του δικού σας εργου· ενός έργου, πουεδράζεται με θρησκευτική ευλάβεια καιεπιστημονικήεντιμότητα επάνω στην ιστορική βεβαιότητα, όπως αυτή προκύπτει από την επισταμένηέρευνα των πηγών και την αυτοψία των σκηνικών. Και αυτή υποθέτω θα είναι
η πολύτιμη θητεία προπάντων του κ.Νικία Λειβαδα. Γιατίόσοι τυχόν από τους αναγνώστες αυτου του μυθιστορήματος τυχαίνει να
γνωρίζουν, έστω και στοιχειωδώς, την Ιστορία της Τρίτης Σταυροφορίας, αλλά και τους τόπους, που εκτυλίσσονται οι σκηνές, κινδυνεύουν να
παρασυρθούν και να νομίσουν ότι διαβάζουν μια καλλιεπέστατη δημοσιογραφικήεξιστόρηση των γεγονότων, των οποίων ο
ιστοριστής ανήκει στο λαό, που οι πηγές του πόνου δεν στέρεψαν ακόμη στα σωθικά
του.
Ακόμα και οι χαρακτήρες των προσώπων, όπως τουΆγγλου βασιλιά Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, του κατακτητή της Κύπρου· των δύο βασιλισσών, ήτοι της Ιωάννας, χήρας, αδελφής του Ριχάρδου, και της Βερεγγάριας, μνηστής του Ριχάρδου και θυγατέρας του βασιλιά της Αραγωνίας· του Ισαάκιου Κομνηνού, βασιλιά της Κύπρου μέχρι το 1191 και της συναρπαστικής θυγατέρας
του Ισαβέλλας· του φλογερού πατριώτη καλόγερου
Γρηγορίου· του σοφού δασκάλου Ηλία· του κατασκόπου και προδότη Μπαρτολομαίο,
εκείνου του απαίσιου Νορμανδούς συμβούλου δυστυχώς του τυραννικού Ισαακίου· ο χαρακτήρας του Νείλου, ηρωικού Ηγούμενου της Μονής Μαχαιρά, ολοι αυτοί
οι χαρακτήρες αποδίδονται με τόση ευκρίνεια και ψυχολογική διεισδυτικότητα,
ώστε ο αναγνώστης να νομίζει πως τους βλέπει μπροστά του και συχνά πως
συνομιλεί μ’ αυτούς. Ιδιαιτέρως αντιστικτικά έκτυποι διαπλάθονται οι χαρακτήρες
του προδότη Μπαρτολομαίο και της ηρωικής πριγκίπισσας Ισαβέλλας, στης οποίας το
πνεύμα αγωνιστικότητας και αυτοθυσίας θαρρείς πως προεικονίζεται το ολοκαύτωμα
της Μαρίας της Συγκλητικής (1571). Ειδικώς με τη διαγραφή του χαρακτήρα της κεντρικής
ηρωίδας, της πριγκίπισσας Ισαβέλλας, νομίζεις πως γεννιέται και μεγαλώνει μέσα
από τα βάθη του συλλογικού συνειδητού της αιώνιας φυλής μας η πανώρια Μεγάλη
Ιδέα όχι ως μένος πατριωτισμού, αλλά ως ηθική αξία, ως ασίγαστος έρωτας της
ψυχής μας για μιαν οικουμενικότητα της ομορφιάς και της αρετής μας, όπως
αναδύθηκε η Αφροδίτη μέσα από τα βάθη της θάλασσας της Πάφου ως θεά του
οικουμενικού και διαιώνιου έρωτα,.
Γνωρίζουμε ασφαλώς ότι από
τον εποχή του Γάλλου αριστοκράτη, του κόμητα LouisdeMasLatrie, που πρώτος αυτός από τα
μέσα του 19ου αιώνα έθεσε τις βάσεις των κυπρολογικών μελετών, μέχρι
το τέλος του 20ου αιώνα, την εποχή του Ουαλού καθηγητή μεσαιωνικής
Ιστορίας PeterW. Edbury, η έρευνα της Ιστορίας, της
σχετικής με την Κύπρο έριξε πολύ φως και ανέδειξε πολλές αλήθειες μέσα από τους
κευθμώνες και τα σπέη του Ταρτάρου, όπου οι ποικίλοι κατακτητές και διεκδικητές
της είχαν καταταρταρώσει το πανέμορφο «Νησί της Αφροδίτης».
Και ο τρίτος λόγος; Το
μυθιστόρημα, όπως και κάθε καλλιτέχνημα, ειναι αναπόφευκτος δεμένο στενά με την
εποχή του, όσο κι αν ο μύθος του παραπέμπει σε άλλες εποχές ή τα μηνύματά του
είναι πανανθρώπινα. Ο προβληματισμός του υποψιασμένου αναγνώστη, καθώς πιάνει
το βιβλίο στα χέρια του, ειναι: Τι τάχα θέλει να του πει ο συγγραφέας; αξίζει
τον κόπο να το διαβάσει ή μπας και χάσει τον καιρό του; Ποια θα είναι η
αποζημίωσή του;
Βεβαίως η πρώτη αμοιβή
μπορεί και πρέπει να είναι η ομορφιά, η πλούτος και η ζωντάνια της γλώσσας. Και
εδώ η αντιμισθία του αναγνώστη είναι πλουσιοπάροχη. Έπειτα η ψυχική και
πνευματική μέθεξη στην εξέλιξη της πλοκής. Ομως κανείς ας μην παραθεωρεί το
λόγο του Έλιοτ, ότι ο μυθιστοριογράφος μοιάζει λίγο με τον κουρσάρο, που όμως
αβίαστα όσο και δόλια θέλει να εισχωρήσει στον πύργο, όπου φρουρείται για
ασφάλεια μια πανώρια πριγκίπισσα, και να την κατακτήσει. Προσφέροντας λοιπόν
δελεαστικά δολώματα στους φρουρούς και τους σκύλους, κατορθώνει και γλιστράει
στο κάστρο και μιλώντας στην πανώρια πριγκίπισσα με τα μαγνάδια της γλώσσας
του, κερδίζει τον ερωτά της και την πείθει να τον ακολουθήσει μαγνητισμένη.
Αυτό περίπου παθαίνει και η ψυχή του αναγνώστη με το μύθο και τα στολίδια που
φέρει κάθε μυθιστόρημα-καλλιτέχνημα. Κάτι ανάλογο, θαρρώ, μπορεί να πετυχαίνει
σε κάθε ελληνική ψυχή και τούτο το μυθιστόρημα.
Κάτι τέτοιο έπαθε η δική μου
ψυχή, καθώς πριν από πολλά χρόνια, όταν επιστρέφοντας από πολύμηνη παραμονή μου
στη Κύπρο διάβασα στο περιοδικό «Θέατρο» του Κ. Νίτσου το εξαίσιο σκηνικό έργο
του σήμερα κοινού μας, πολυσέβαστου και αξιαγάπητου, φίλου Αλέξη Πάρνη «Το Νησί
της Αφροδίτης». Πόσο μεγάλη υπήρξε η προσφορά εκείνου του έργου στη υπόθεση της
Κύπρου! Έτσι, το να γράφεις για την Κύπρο, το να διαβάζεις για την Κύπρο, το να
σκέπτεσαι για την Κύπρο στοιχείται ευθέως πάνω στο Παγκύπριο και πανελλήνιο
σύνθημα, που προέκυψε μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού (του «Αττίλα») στη
Μεγαλόνησο: «Δεν ξεχνώ».
* * *
Το μυθιστόρημα, και ειδικά
το ιστορικό μυθιστόρημα, δεν βολεύεται με καμιά άλλη μοίρα, παρά με την ακριβή
και ατίμητη διακονία της πολιτικής ευτολμίας και του εθνικού ανατρανισμού.
Τούτοι οι δύο λογοτέχνες, ως μυθιστοριογράφοι και συνάμα ιατροί, έχουν κατορθώσει να είναι μπολιασμένοι με ορθοτόμο
πολιτικό στοχασμό και προικισμένοι με διόπτρες θερμικής όρασης. Γι’ αυτό και
επέτυχαν μια κρυμμένη αλήθεια να την ιδούν ακόμα και δια μέσου αιχμηρών τοίχων
και λοφοειδών αναχωμάτων. Εύχομαι και ελπίζω το θαυμάσιο αυτό έργο να βρει εκδότες, τουλάχιστον στις χώρες της
Ευρώπης, εκείνες που εξέθρεψαν και διατράνωσαν τις σταυροφορίες, και να συντελέσει,
ώστε μετά τον ποντίφικα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να ομολογήσουν και οι
λαοί την ενοχή των προγόνων τους και- το ελάχιστον- να ζητήσουν κι αυτοί
συγχώρηση από τις ψυχές των μυριάδων θυμάτων των αιμοδιψών και στυγερών
«σταυρωτήδων»!
Δρ. Δημοσθένης Γ.
Γεωργοβασίλης,Καθηγητής
11.1.05