Πρόλογος Του Συγγραφέα
Η πρώτη μου επαφή με τη περιοχή της Ιωνικής Ερυθραίας έγινε το 2003, όταν ο Σύλλογος «¶γιος Ιωάννης Θεολόγος» με κάλεσε στο Μελί στα Μέγαρα να συνεργαστώ για τις Μικρασιατικές Εκδηλώσεις τους.
Με τον καιρό η συνεργασία κράτησε καλά κι έτσι ανέλαβα να δημιουργήσω ένα ντοκιμαντέρ για το Μικρασιατικό Μελί, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τις Οινούσσες.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του σεναρίου, άκουσα και διάβασα ιστορίες πολλές. Ιστορίες μαγικές, που είχα την ευτυχία στη ζωή μου νΆ ακούω από μικρός, αφού είμαι Μικρασιάτης εκατό τοις εκατό, για κείνα τα μέρη που άνθησε ένας από τους λαμπρότερους πολιτισμούς του κόσμου: Ο Ιωνικός πολιτισμός.
Κάποιο βροχερό πρωινό, λοιπόν, βρέθηκα στον φιλόξενο χώρο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στην Πλάκα και χώθηκα μέσα στις συνεντεύξεις και στις μαρτυρίες που διασώζονται εκεί, από τη πρώτη γενιά των προσφύγων.
Όταν διάβασα την ιστορία της Παρασκευής ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα. Αν και η πρώτη μου σκέψη, ήταν πως επρόκειτο για έναν ακόμα όμορφο ελληνικό λαϊκό μύθο, από κείνους που μόνο εμείς ξέρουμε να φτιάχνουμε τόσο καλά.
Συνέχισα την έρευνά μου, αλλά εκείνη η διήγηση της γιαγιάς του Βαγγέλη Τζωτζού που παραθέτω αυτούσια στο τέλος του έργου, –για να μην αποκαλύψω εξ αρχής την ιστορία μας– έμεινε στο βάθος του μυαλού μου και κάποιες στιγμές μάλιστα έπαιρνε σάρκα και οστά στα όνειρά μου.
Έτσι, όταν επιτέλους ξεκίνησε το ταξίδι για τη φυσική μου πατρίδα (κατάγομαι από τα Βουρλά, τη Μαγνησία του Σίπυλου και τα Μεταλλεία Ταύρου) το πρώτο πράγμα που ζήτησα να δω, όταν φτάσαμε στον κάμπο του Μελιού, ήταν η παραλία και το ποτάμι. Με μια πρόχειρη δικαιολογία, άφησα το συνεργείο να απομακρυνθεί και ξεκίνησα ένα περίπατο σΆ αυτό το ήσυχο και ειδυλλιακό ποταμάκι, χωρίς να ψάχνω να βρω κάτι συγκεκριμένο.
Η μέρα εκείνη του Οκτώβρη ήταν φωτεινή και γεμάτη ήλιο κι έτσι αφέθηκα στη μαγεία του μικρού ποταμού, που διασχίζει τον τεράστιο κάμπο όπου κάποτε ήταν το τσιφλίκι του Αγά. Πολύ σύντομα είδα αυτό που κατά βάθος περίμενα με αδημονία να επαληθεύσω: Το ποτάμι σταματά απότομα, μπερδεύεται μέσα σε μεγάλους θάμνους, δέντρα και άλλα φυτά κι εξαφανίζεται. Μπροστά σΆ αυτό το φυσικό τείχος της Φύσης έμεινα πολύ ώρα να σκεφτώ. Το περιέγραφε κι η γιαγιά στη διήγησή της κι ήταν λες και δε πέρασε ούτε στιγμή από το Ά22… ούτε δευτερόλεπτο.
Μετά πέρασαν από μπροστά μου η Παρασκευή, οι ψαράδες από τη Χίο, οι Τούρκοι εργάτες του τσιφλικιού κι άλλα πρόσωπα που ακόμα δεν ήξερα κι όλα μαζί, μου διηγήθηκαν ξανά την ιστορία που γράφω πιο κάτω.
Στις έξι ημέρες και νύχτες που έμεινα εκεί, οι Θεοί της Ιωνίας μου παρουσίασαν όλες μα όλες τις καιρικές συνθήκες και τα χρώματα που χάρισαν στην ευνοούμενη γη τους: Λιακάδες με τρελά άσπρα σύννεφα, απρόσμενες καταιγίδες, μικρούς τυφώνες στη μέση της θάλασσας, βροχές επίμονες λες κι ήθελαν να πουν κάτι και δεν μπορούσαν. Κι ύστερα πάλι εκτυφλωτικές λιακάδες και ζέστη κι όλα αυτά σε διάστημα μόλις έξι ημερών.
Πήρα το μήνυμά τους κι έγραψα την ιστορία μου χωρίς σαφή χρόνο. Γιατί βρέχει εκεί που πρέπει να βρέξει, φυσάει όταν όλα πάνε να αποκοιμηθούν και ρίχνει χαλάζι όταν η φόρτιση είναι τέτοια, που υπάρχει η ανάγκη της εκτόνωσης.
Μια ιστορία χωρίς χρόνο λοιπόν. ¶ρα και χωρίς συγκεκριμένες ανθρώπινες συνήθειες. Διαδραματίζεται στα μέσα του 1800, όμως δεν μΆ ενδιέφεραν τα φαγητά, παρά η μυρωδιά της κατσαρόλας. Δε νοιάστηκα για τα κουστούμια και τα ρούχα παρά για τα χρώματα και τις αισθήσεις. Δεν ασχολήθηκα με τα γλωσσικά ιδιώματα, αφού οι άνθρωποι σε όλες τις γλώσσες κι όλες τις εποχές, τα ίδια λένε με άλλους ήχους.
Εκείνο που μΆ ένοιαζε και με νοιάζει, ήταν να περιγράψω αυτή την απερίγραπτη ανθρώπινη ψυχή που ούτε κι η ίδια ξέρει τι θέλει. Να πω με λόγια για την αλαζονεία του μικρού εγωκεντρικού ανθρώπου που ζει τον έρωτα σα νάναι δικό του κατόρθωμα και πέφτει θύμα στην ίδια του την παγίδα. Να μεταφέρω στον αναγνώστη εικόνες από μια περιοχή που δεν υπάρχει όμοιά της σε αφοπλιστική λιτότητα και κάλλος. Να σας πω για τους Θεούς, που ακόμα κατοικούν μέσα στα σύννεφα του όρους Μίμα και να τονίσω ακόμη μια φορά το αξίωμα του «δάσκαλού» μου, του Φασμπίντερ σύμφωνα με το οποίο, «εγώ αγαπώ εσένα που δεν μΆ αγαπάς κι αγαπάς κάποιον άλλο, που όμως δεν σΆ αγαπά κι αγαπά κάποιον άλλο…» ΣΆ αυτή την φυσική αλυσίδα λοιπόν, είμαστε όλοι κατά κάποιο τρόπο συγγενείς και δεν το ξέρουμε. Ή είμαστε πορτοκαλί ψαράκια, πιασμένα σΆ ένα δίχτυ αλλά δεν βλέπουμε τον ψαρά.
Ειρωνική σύμπτωση: Υπάρχουν ακόμη ο κάμπος, το ποτάμι, οι αλυκές, η σπηλιά της θάλασσας, τα αρχαία του βουνού… Μα ίχνη από το σπίτι του Αγά και του μικρού ναού της Αγίας Παρασκευής, δεν υπάρχουν. Μόνο θάμνοι και πέτρες και λουλούδια…
Κι αν τέλειωσα την ιστορία της Παρασκευής και του Βασίλη μετά από οκτώ μήνες, για λόγους που εκείνοι θα καταλάβαιναν καλύτερα, ποτέ δεν έπαψα να σκέφτομαι ως τα τώρα κείνο το σημείο του γραφικού ποταμού, που από Παράδεισος γίνεται μια μαύρη Κόλαση.
Αντώνης Παπαδόπουλος