Σκοτεινές ΨυχέςΣυγγραφέας: Σαμπανίδης Χρήστος

Σκοτεινές Ψυχές

Σκοτεινές ΨυχέςΣυγγραφέας: Σαμπανίδης Χρήστος

13,50€

Σε μια ευαίσθητη ηλικία, ο Νικόλας βιώνει τον οδυνηρό χωρισμό από τους γονείς του, οι οποίοι αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στο Μόντρεαλ, αφήνοντάς τον πίσω στη Σπάρτη. Μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου η παρουσία της μικρότερης αδελφής του και της Αννιώς, της μάνας του πατέρα του, αποτελεί το μοναδικό στήριγμά του. Αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητά του από νωρίς, μια επίγνωση που τον γεμίζει με αίσθημα θλίψης και απομόνωσης.

Η επιστροφή των γονιών του στη ζωή του δεν φέρνει την αναμενόμενη αίσθηση ευτυχίας και ενόψει της σκληρής και αυταρχικής φύσης του πατέρα του, αισθάνεται ακόμα περισσότερο απομακρυσμένος.

Καθώς προχωρά στα χρόνια της εφηβείας του, εγκαταλείπει την πατρίδα του για σπουδές στη Ρουμανία, όπου και διαγιγνώσκεται με διπολική διαταραχή. Αυτή η διάγνωση επηρεάζει βαθιά τις μελλοντικές του σχέσεις και την αίσθηση της προσωπικής του ταυτότητας. Η επιστροφή του στη Σπάρτη δεν είναι απλά η επιστροφή σε γνώριμα μονοπάτια, αλλά η αναμέτρηση με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι αν θα καταφέρει ποτέ να συγχωρέσει τον πατέρα του, αποτελώντας ένα δύσκολο, αλλά ουσιώδες βήμα προς την εσωτερική ειρήνη και την αυτοαποδοχή.

 

ISBN: 978-960-597-374-2
Έτος έκδοσης: Αθήνα 2024
Διαστάσεις: 14 x 20.5
Σελίδες: 200

[…] Λίγο πριν κλείσω τα δεκάξι, συνέβη ένα θλιβερό γεγονός. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες μου δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που θα γινόταν. Ήταν η περίοδος που δίναμε εξετάσεις για να προβιβαστούμε από το γυμνάσιο στο λύκειο. Εγώ είχα τελειώσει με το μάθημα που εξετάστηκα και καθόμουν με κάποια παιδιά σ’ ένα παγκάκι εντός του σχολείου. Ήμασταν ποδοσφαιρόφιλοι και μιλούσαμε για τις ομάδες μας. Τα αλληλοπειράγματά μας ήταν συχνά. Με την κουβέντα ο χρόνος κύλησε γρήγορα, χωρίς να το καταλάβω. Συνήθως, μετά τα μαθήματα πήγαινα στο μαγαζί, για να τον βοηθήσω. Εκείνη τη μέρα είχα καθυστερήσει αρκετά και ήμουν ανήσυχος, γιατί δεν γνώριζα πώς θα αντιδράσει.

Επιτάχυνα τα βήματά μου κι ευχόμουν να μην έχει πελατεία. Πλησιάζοντας προς τα κει, πρόσεξα πως όλες οι καρέκλες στο πεζοδρόμιο ήταν πιασμένες, αλλά και μες στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα. «Ωχ! Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Δεν τη γλιτώνω», συλλογίστηκα. Απόκλεια το ενδεχόμενο να περάσει απαρατήρητο από εκείνον αυτό το γεγονός. Από κάποια απόσταση αντίκρισα την άγρια θωριά του. Περίμενα τι θ’ ακολουθήσει, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό.

«Πάμε πίσω!», μου είπε με νεύρο.

Γνώριμες λέξεις. Εννοούσε τις τουαλέτες. Έκλεισε από πίσω του την πόρτα. Αμέσως άρχισε να με κλωτσάει και να μου ρίχνει μπουνιές παντού. Πρώτη φορά με ξυλοφόρτωνε τόσο. Υπέμενα το μαρτύριο δίχως να βγάζω άχνα. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε από τα μάτια μου. Είχα συνηθίσει να με κακομεταχειρίζεται, λες κι ήμουν ο πιο μισητός εχθρός του.

Αφού έκανε ό,τι έκανε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε σαν κύριος έξω, για να εξυπηρετήσει –με φιλικό κι ευγενικό τρόπο– τους πελάτες. Πίσω του είχε αφήσει ένα ζωντανό πτώμα. Πονούσα σε όλο μου το σώμα. Κοίταξα την εικόνα μου στον καθρέπτη. Δεν είχα τη δύναμη ούτε να κλάψω. Τέτοια θλίψη και απογοήτευση δεν είχα ξαναπεράσει. Όχι, δεν ήταν πατέρας αυτός. Πολλά «γιατί» πλανιούνταν στην ατμόσφαιρα. Πάλι δεν αντέδρασα. Έπρεπε να του βροντοφωνάξω: «Φτάνει πια! Ο γιος σου είμαι!». Έμεινα όμως απαθής. Θυμήθηκα τα λόγια της Μαρίας. «Βγάλε τον θυμό από μέσα σου και φώναξέ του δυνατά: “Σταμάτα να με κακοποιείς. Ούτε στα ζώα δεν συμπεριφέρονται έτσι!”». Λυπόμουν τον εαυτό μου. Ήμουν ένα φοβισμένο ανθρωπάκι. Στάθηκα μπροστά από τον καθρέπτη για πολλή ώρα. Στο πρόσωπό μου διαγραφόταν η απόγνωση. Τον είχα ικανό να έρθει ξανά πίσω, για να συνεχίσει τον δεύτερο γύρο. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Μετά από λίγο πέρασα κι εγώ στον χώρο. Δεν είχε κανέναν πελάτη εκείνη τη στιγμή. Αυτός καθόταν στη συνηθισμένη του θέση. Έριχνα κάποιες αραιές ματιές προς το μέρος του. Φαινόταν μετανιωμένος για ό,τι είχε κάνει. Έτσι γινόταν πάντα. Αδυνατούσε να ελέγξει τα νεύρα του. Λέξη όμως δεν έβγαζε. Κι αυτό ήταν το χειρότερο. Τον απεχθανόμουν. Δεν είχα κανένα καλό συναίσθημα κι ευχόμουν το κακό του. Η γυναίκα του πήγε κι έκατσε στο τραπέζι του. Εκείνη γνώριζε τι είχε γίνει, αλλά ήταν αμίλητη. Ποτέ δεν είχε πάρει το μέρος το δικό μου ή της Άννας. «Μια πραγματική μάνα, όμως, κοιτάζει το δίκαιο και το σωστό και προστατεύει τα παιδιά της», συλλογίστηκα. Μ’ ενόχλησε η στάση της. Έτρεφα μίσος και για εκείνη. […]

 

 

[…] Κυλώντας ο καιρός, διαπίστωνα κι άλλα πράγματα γύρω από την πάθησή μου. Στην πράξη φαίνονταν τα πάντα, αρκεί να τους έδινες την απαραίτητη προσοχή. Κάπου είχα διαβάσει πως η σχέση με έναν μανιοκαταθλιπτικό θύμιζε βόλτα με τρενάκι του λούνα παρκ, που χαρακτηρίζεται από εναλλαγές χαράς, ευερεθιστότητας και μελαγχολίας, χωρίς προφανή αίτια. Μανία μέχρι τότε δεν είχα κάνει. Υπομανίες και κατάθλιψη, ναι. Κάπου-κάπου με κυρίευε η ευφορία κι η υπερβολή. Η σεξουαλική μου δίψα ήταν στα ύψη. Τα ’δινα όλα με τις συντρόφισσές μου κι είχα αρκετές περιπέτειες. Ζούσα σαν τρελός γι’ αυτές. Το φλερτ ήταν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι το οποίο με ζωντάνευε. Οι θύμησές μου με τις κατά καιρούς ερωμένες μου ήταν έντονες κι ανεξίτηλες στον χρόνο.

Από τις όμορφες ιστορίες περνούσα στις μαύρες και σκοτεινές. Σαν ήμουν σε κατάθλιψη, ήμουν αδιάφορος μπρος στο ωραίο. Κυριολεκτικά απείχα. Μου φαινόταν αδιανόητο το γεγονός ότι ξαφνικά έπιανα τ’ άλλο άκρο κι από την ηλιοφάνεια ακολουθούσε η βαρυχειμωνιά. Ωστόσο, επέστρεψα πάλι δυνατός. Είχε και το καλό της η αρρώστια. Κι όπως έλεγαν πολλοί παθούντες: «Την κατάθλιψη μπορεί πολλοί να τη μισήσουν, μα τις υπομανίες ουδείς». […]

 

[…] Εκείνος τελικά έπεσε σε κατάθλιψη. Είχε χάσει το νόημα της ζωής. Τα ’βλεπε όλα μαύρα, όπως κι εγώ πότε-πότε. Σε ψυχίατρο δεν ήθελε να πάει. Θεωρούσε πως για την κατάστασή του δεν υπήρχε γιατρειά.

Ολοένα με συλλογιζόταν. Η συμπεριφορά μου τον είχε πικράνει πολύ. Περίμενε άλλη αντιμετώπιση από μεριάς μου. Αν μ’ έβλεπε ήξερα ότι θα έπαιρνε μεγάλη χαρά, ίσως να ζωντάνευε ξανά. Εξακολουθούσε να στέλνει τη μάνα για να μου μιλήσει. Αυτός δεν είχε το κουράγιο να ’ρθει να με βρει.

«Δεν τον λυπάσαι, ρε Νικόλα; Είναι απελπισμένος. Φοβάμαι πως θα κάνει κακό στον εαυτό του. Ικανό τον έχω. Έχει μετανιώσει για ό,τι σου ’χει κάνει. Θέλει να σε δει μονάχα. Τίποτε άλλο», μου έλεγε η μάνα. Ήμουν αμετάπειστος.

«Πήγαινε, μάνα, κι άσε με. Κι εσύ δεν μου στάθηκες, μα δεν σου κρατώ καμιά κακία. Εκείνος με διέλυσε κι ό,τι περνώ κατά καιρούς, ευθύνεται αυτός», της αποκρινόμουν.

«Μονάχα εσένα συλλογίζεται. Γι’ αυτό έχει πέσει τόσο πολύ. Έχει φτάσει στο σημείο να κλαίει», και συμπλήρωνε: «Έλα, παιδί μου στο σπίτι, θα χαρεί πάρα πολύ. Ίσως βρει ξανά τη δύναμή του. Σε θερμοπαρακαλώ από τα βάθη της ψυχής μου. Έχει καταντήσει ένα ερείπιο, αυτός που κάποτε έστυβε την πέτρα».

Κάπως μαλάκωνε η ψυχή μου με τα λόγια της. Τον λυπόμουν, επειδή γνώριζα από τα δικά μου τι σημαίνει πόνος. Μα ο θυμός μου παρέμενε μεγάλος. Δεν είχα ακόμα τη δύναμη να τον συγχωρήσω.

«Δεν ξέρεις τι έχω κι ούτε θέλω να σου πω. Αν γνώριζες όμως θα καταλάβαινες γιατί αντιδρώ έτσι».

Δεν ήθελα ν’ ανοιχτώ και ν’ αναφερθώ στην αρρώστια μου.

«Περασμένα, ξεχασμένα, Νικόλα. Έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Δεν θα τον αναγνωρίσεις», επέμενε εκείνη.

«Περασμένα, ξεχασμένα; Τι είναι αυτά που λες; Θυμάμαι κάθε στιγμή μαζί του. Τραβούσα τα πάνδεινα κι όμως συνέχιζε να με κακοποιεί».

Η μάνα έβαζε συχνά και την αδελφή μου να μου μιλήσει.

«Μη γίνεσαι τόσο κακός. Τι σου ζητά; Μονάχα να σε δει. Τόσο δύσκολο σου είναι; Αν πάθει κάτι, εσύ θα ευθύνεσαι», ήταν τα λόγια της Άννας.

«Εγώ θα ευθύνομαι; Εμένα με σκέφτεσαι καθόλου; Όχι, φυσικά. Μ’ εσένα κανείς τους δεν ασχολήθηκε γι’ αυτό είσαι τόσο άνετη», της απαντούσα. […]

 

 

 

Ο Χρήστος Σαμπανίδης γεννήθηκε το 1964 στο Μόντρεαλ του Καναδά από Έλληνες μετανάστες. Το 1966 επέστρεψε στην Ελλάδα, στη Σπάρτη όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε στη Ρουμανία, στη Σχολή Φυσικής Αγωγής του Βουκουρεστίου. Από το 1989 ζει μόνιμα στην Κρήτη και εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής Αγωγής σε σχολεία της περιοχής του Ηρακλείου.

Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Γλυκειά μου θλίψη» (Ηράκλειο, 2009), τη συλλογή διηγημάτων «Ο καθρέπτης» (Ηράκλειο, 2012), το μυθιστόρημα «Ξεκαλοκαιριάζοντας στον ποταμό» (εκδ. Θίνες, 2016) και το μυθιστόρημα «Ο δάσκαλος και το μπλε» (εκδ. Ταξιδευτής, 2022).

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

(c) λεξίτυπον | Εμμ. Μπενάκη 36 - Αθήνα. Τηλ.: 210 3832117 & 210 3845128

Yλοποίηση: Hyper Center -