[…] Εἴχαμε καβαντζάρει τόν Κάβο Φρίο, μετά τό φανάρι τοῦ Περναμποῦκο, ἀφήσαμε στά δεξιά μας τό νησί Φερνάντο Νορόνια καί ἡ πλώρη σημάδεψε τά Μπαρμπάντος. Εἶχε μιά φρεσκαδούρα καί ὑποψιάστηκα ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Παίρνω τό ρεπόρτο ἀπό τό Χιοῦστον Ράδιο καί – δυστυχῶς – ὁ φόβος μου ἐπαληθεύτηκε. Δύο κυκλῶνες γεννήθηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως. Ὁ ἕνας εἶχε βόρεια κατεύθυνση καί ὁ ἄλλος – ὁ πιό ἰσχυρός – ΒΑ κατεύθυνση. Βέβαια εἴμασταν μακρυά ἀκόμη ἀλλά…
–Γραμματικέ! Βάλε στό χάρτη τήν ταχύτητα τοῦ κυκλῶνα «Charlie», βάλε καί τή δική μας, κάνε ὑπολογισμό καί πές μου περίπου πότε θά «φιληθοῦμε», πάω νά κάνω καφέ κ’ ἐπιστρέφω· μήπως θέλεις καί δικό σου;
–Κάτσε, κάτσε, θά στείλω τόν σκάπουλο νά μᾶς φέρει καί νερά· πώ, πώ, ζέστη μαρκόνι· πέντε τό ἀπόγευμα καί ὁ ἥλιος ζεματάει.
–Βλέπεις, διακεκαυμένη ζώνη Μιγκέλ· τό λέει καί τ’ ὄνομά της.
–Ἐσύ, δέν σκᾶς, μέσα στόν ἀσύρματο;
–Μπά, τό συνήθισα. Μέ τόν ἀνεμιστήρα, μέ τόν ἀνεμιστήρα· μοῦ πάει καλύτερα ἀπό τό air condition.
–Πώ, πώ μαρκόνι· σέ δύο μερόνυχτα θ’ ἀγκαλιαστοῦμε μέ τό θεριό, ἄν δέν ἀλλάξει πορεία· συνήθως ἀλλάζουν πορεία τά περισσότερα…
–Ναί, ἀλλάζουν εἶπα καί ’γώ · τώρα πού πᾶμε καταπάνω του, θ’ ἀλλάξει ὁ διάολος; Ξέρεις ἄν κοιμᾶται ὁ καπετάνιος;
–Ὅπου νά ’ναι θά σκάσει μύτη! Μήν τόν εἰδοποιήσουμε καί τοῦ ἔρθει κόλπος…
–Ναί, ἄλλωστε, ἔχουμε δύο μερόνυχτα ἀκόμη… κάθε τέσσερις ὣρες θά φέρνω τό ρεπόρτο· ἀπό αὔριο κάθε δύο ὣρες, καί μεθαύριο κάθε μία! Πέρνα τα συνοπτικά στό ἡμερολόγιο γεφύρας, ὅπως καί ’γώ στό ἡμερολόγιο ἀσυρμάτου.
–Ἔ, ρέ μαρκόνι, λές καί δέν ξέρω τά καθήκοντά μου· τί διάολο μάθαμε στή ΔΣΕΝ/Ὕδρας;
–Συγγνώμην Μιγκέλ δέν ἤθελα νά σέ προσβάλλω· τό εἶπα σέ σένα νά τ’ ἀκούσω ἐγώ… Ξέρεις, σέ μιά ἴδια περίπτωση, ἕνας συνάδελφός σου… ξεχάστηκε! Εὐτυχῶς τά εἶχα ἐγώ γραμμένα στό ἡμερολόγιο ἀσυρμάτου, δέν εἶχε γράψει κάτι ἄλλο στό ἡμερολόγιο γεφύρας καί μέ τά δικά μου τά πέρασε σάν στήν ὥρα του… Ἄν δέν τά εἶχε περάσει καί γινόταν κάτι… φτού, φτού, θά εἶχε πρόβλημα τό βαπόρι μέ τήν ἀσφάλεια… ἄν, ἄν, γινόταν τό κακό!
–Ἔ, τότε, καλά ἔκαμες καί μοῦ τό ὑπενθύμισες Χόρχε. Ἀλήθεια, γιατί σέ λένε ὅλοι Χόρχε;
–Μοῦ τό κόλλησε μιά κοπελλιά στό Μπουένος Ἄϊρες, μοῦ ἄρεσε, τό ἄκουσε τό πλήρωμα καί τό κράτησαν!
–Ξέρεις, βέβαια, τί σημαίνει…
–Ξέρω πολύ καλά!
–Νόμισα ὅτι ἔχεις καμμιά συγγένεια μέ κάποια λατινοαμερικάνικη χώρα.
–Ἄ, μπά! Μόνον ἐραστής εἶμαι τῶν λατ. χωρῶν· μ’ ἀρέσουν οἱ ἄνθρωποι· εἶναι ἀλλέγροι καί ζεστοί…
–Φτάνει ὅμως μήν τούς πειράξεις! Εἶναι δοτικοί! Κι ἄν πεῖς γιά τά κορίτσια!
–Ναί, ναί, ἔχω μεγάλη ἐμπειρία!
–Αὐτό τό ξύλινο πού φορᾶς κι ἔχει τό γράμμα «Μ» εἶναι τό ὄνομά σου ἤ τό ὄνομα καμμιᾶς κοπελλιᾶς σέ τοῦτα ἐδῶ τά εὐλογημένα μέρη;
Δέν ἀπάντησε στήν ἐρώτησή μου, παρά μόνον τό ἔπιασε μέ εὐλάβεια, τό ἔφερε στό στόμα του καί τό φίλησε. Πρόσεξα ὅτι συνοφρυώθηκε μετά, κοιτώντας το γιά μερικά δευτερόλεπτα, ἄφησε ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό καί χωρίς νά μοῦ πεῖ τίποτε, τράβηξε κατά τήν ἀριστερή βαρδιόλα.
Ἤμουν σίγουρος ὅτι τόν πῆραν τά κλάμματα· τόν ἄφησα νά ξεσπάσει γιά κάτι πού τοῦ θύμιζε τό γράμμα «Μ», χωρίς νά τοῦ πῶ τίποτα χώθηκα στόν ἀσύρματο. Σέ μιά στιγμή ἀναλογήθηκα… Μάνα ἔχασε, ἀγαπημένη, ἤ ἀδελφή; Ἴδιος ὁ πόνος, ὅ,τι καί νά χάσει κανείς, μονολόγησα, ὅμως τό ὄνομα Μιγκέλ πῶς τό ἀπέκτησε; […]