δια στό πεδινό χωριό μας πού ἄμεσα γειτνιά-
ζει μέ δύο γλαυκές λίμνες καί ἔμεσα μέ δύο
λιμνοθάλασσες∙ τοῦ Αἰτωλικοῦ καί τοῦ Μεσολογγιοῦ!
Τί τά κάνουν νά πεθαίνουν μόνα κι ἄδοξα στή στε-
ριά ἐνῶ προέρχονται ἀπό τή θάλασσα, ὅπως ὅλα τά
ζῶα καί τά πτηνά; Μήπως ἡ πρωταρχική τους μήτρα
δέν τά θέλει τήν ὕστατη ὥρα στήν ἀγκαλιά της, γιά
νά μήν μολύνουν τΆ ἄλλα ἀμφίβια ὄντα, καί ἡ τωρινή
μήτρα μετά βδελυγμίας τά ἀποπέμπει; Ὁποία ντροπή
γιΆ αὐτά, ὁποία δυστυχία καί ὑποβίβαση γιά τά δύο
ἄρρωστα καί ἀπεχθῆ μύδια! Οὔτε ἕνας ἄνθρωπος,
οὔτε ἕνας συντοπίτης, οὔτε ἕνας παπάς νά ψάλλει
τό: «ἐν τόπῳ χλοερῶ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως… γιά δύο
ὀζαινώδη μύδια ἀπό τό πρῶτο ἄνοιγμα τοῦ κελύφους
τους πού δέχθηκαν νά καταπίνουν τήν ἀδικία τους,
τήν ἀτιμία τους, τήν προστυχιά τους, μά πρό πάντων,
τήν ἀχαριστίαν τους! Μά, θά μοῦ πεῖτε, τόσο σκληροί
εἶναι οἱ ἄνθρωποι γιά τά ὄντα τῆς φύσεως, τά ἀδέλ-
φια μας, πού καί ἐκεῖνα καί μεῖς προερχόμαστε ἀπό
τή θάλασσα; Γιατί νά μήν τά θέλει κανείς; Μήπως,
γενόμενα στή ξηρά, ἔχοντας μέσα τους τή θαλάσσια
προέλευσή τους, αὐτοσάπισαν μέ τήν συμπεριφορά
τους καί ὄζουν ἀπό χιλιάδες μίλλια καί κανείς –μά
κανείς– δέν τά πλησιάζει; Τί ἀρνητική ἐνέργεια ἐκπέ-
μπουν; Μά, πάλι, θά μοῦ πεῖτε: μιά πέτρινη καρδιά,
μπορεῖ ποτέ νά ἐκπέμψει φῶς, ζεστασιά, ἀγάπη;
Θά πάρουμε ἕνα-ἕνα τά μύδια καί θά προσπαθή-
σουμε νά τά ζωγραφίσουμε, ὄχι μέ μαῦρα χρώματα
–πού θά ἦταν εὔκολο, καί κάπως αὐθαίρετο– ἀλλά
μέ τά χρώματα πού τά ἴδια ἐκπέμπουν καί σέ τυ-
φλώνουν!
Ὁ «Μύ» καί ὁ «Δί»∙ πένθιμα λουλούδια πού μαυ-
ρίζουν τόν κῆπο τοῦ χωριοῦ μας. Δύο ξένα σώματα
βγαλμένα ἀπό χίλιους ὀχετούς. Ὄζουν παντοῦ! Καί
στό χωριό μας, καί στήν Ἀθήνα, καί ἀνά πᾶσαν τήν
ἐπικράτειαν πού ἐπισκέφθηκαν γιά στυγνούς, ὠφελι-
μιστικούς καί μόνον λόγους.