[…] Η πεζοπορία μας συνεχίζεται. Κάποτε μας βγάζουν τα χωμάτινα μονοπάτια σε κάποιο ξέφωτο. Κι εκεί, ξαφνικά, μπροστά στα μάτια μας τι να δούμε; Σαν ένα θάμα, μια αποκάλυψη πες: μια βαθιά (όχι πολύ) λαγκαδιά στα ανθρώπινα μέτρα, σε προσιτές διαστάσεις, έτσι να κάνεις θα την ανεβοκατέβεις με αφάνταστη ευκολία.
Όμως ας μη γελιόμαστε· στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο απρόσιτη απ’ όσο φαίνεται. Απλά μας ξεγελάει· με το συσταζούμενο άνοιγμά της, τη γελαστή της αγκαλιά, την ήρεμη πλαγιά από πάνω της που τη σημαδεύουν το παλιό φυλάκιο και το μοναστήρι του ¶η Γιάννη του Θεολόγου. Μια λεύκα αριστερά, κάτι πλατάνια σ’ ένα μικρό βάθος στα δεξιά, μια μικρούλα καρπερή συκιά πιο πέρα… Και στη μέση μια νυφούλα· ένα δέντρο τερπνό, φουντωμένο, πλουμιστό, μια ολόφωτη χρωματική πανδαισία, μια έκρηξη από κίτρινο και χρυσαφί.
Τι δέντρο να είναι άραγε; Δεν θυμίζει σε τίποτα τα γνωστά μας δέντρα. Ούτε μηλιά, ούτε κορομηλιά· μήπως μυγδαλιά; Δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά. Μόνο αν κατέβει και κατρακυλήσει κυριολεκτικά μέχρι το βάθος, τότε ίσως μάθει το όνομα της χρυσαφιάς νυφούλας.
Αλλά τι σημασία έχει; Φτάνει που το χρυσαφένιο φύλλωμα λάμπει σαν φθινοπωρινός προβολέας. Φτάνει που φωτίζει την ψυχή μέχρι τα κατάβαθά της και την εξαγνίζει. Φτάνει που η έκσταση τούτης της στιγμής απλώνεται γύρω απόλυτη, μυστηριακή και δυνατή.
Ιερή ανάμνηση μιας φυτικής φωτοχυσίας! Να σε πάρω μαζί μου, να σε ταξιδέψω στα όνειρά μου! Να μη σ’ αφήσω να μου φύγεις, να μου διαλυθείς μέσα στην ισοπεδωτική μονοτονία της καθημερινότητας!
Καθώς περνούν οι ώρες, καταλαγιάζει η ζωή της φύσης. Σιγά-σιγά το φως γίνεται πιο χλωμό, πιο αδύναμο. Μια ηρεμία, μια νοσταλγική γαλήνη απλώνεται παντού έναν γύρο.
Θαυμάζουμε εκστατικά την ατέλειωτη πλαγιά που μοιάζει σαν υποταγμένη στο μελιχρό φως του απομεσήμερου. Σε λίγο το σούρουπο θα ρίξει το διάφανο πέπλο του πάνω στα σύδεντρα, πάνω στα φουντωμένα θάμνα, στα πεύκα και στα κυπαρίσσια. Θα ρίξει την αχνή, διάφανη μαγεία του και θα σκεπάσει προστατευτικά την πλάση. Όλα θα γαληνέψουν· τα λιγοστά μικροζωάκια του βουνού (όσα έχουν απομείνει), τα χαρούμενα λεύτερα πετούμενα, οι βαριές χελώνες, τα κουρασμένα από τη δούλεψή τους μελίσσια, οι πονηρές οχιές, τα φοβισμένα απρόβλεπτα λαγούδια.
Η ζωή του βουνού θα κοιμηθεί, για να ξυπνήσει και πάλι την επόμενη μέρα πιο ζωντανή, πιο αποφασισμένη· να μην νικηθεί, να επικρατήσει ξανά πάνω στο ανθρώπινο χάος και τον ατέλειωτο νοσηρό παραλογισμό που αυτός, ο άνθρωπος, έχει δημιουργήσει ενάντιά της, ενάντια ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό.
Βασίλισσα η πλάση, παντοτινή νικήτρια του κακού θα συγχωρήσει άραγε ποτέ;