Μανάδες
(από το «Βήματα και Ανάσες», σελ. 16)
Έχει τόση απαντοχή το βλέμμα της.
Σε χαιρετάει στην εξώπορτα
απλώνοντας τα χέρια.
Σε κάνει μαθητή που τον ξεπροβοδάει
η μάνα.
Κουνάς κι εσύ το χέρι. «Αντίο».
Η τελευταία γενιά από εκείνες
που έβγαλε η ανάγκη. Η μάνα σου
και η μάνα μου, που δένουν τα χέρια
κάτω από την ποδιά κάτω
από τα ζωογόνα στήθια τους.
Που κρύβουν την καρδιά κάτω
από τις μαύρες μαντήλες τους.
Οι μνήμες οι σκληρές μνήμες αυτού του τόπου.
Τα σκοτωμένα πουλιά της ελπίδας.
Και περιμένουν, όλο περιμένουν.
Οι πιο τρυφερές καρδιές, ντύνονται
τη σκληράδα και περιμένουν.
Γιατί ξέρουν, πως τα παιδιά
σ’ αυτό τον τόπο φεύγουν.
Γίνονται δάκρυα και μνήμες.
Ή μένουν
και σταυρώνονται χίλιες φορές.