[…] Την τρίτη φορά η φωνή που άκουσε ήτανε πιο επιτακτική, και εκτός αυτού ένιωσε μια γερή γροθιά στα πλευρά του, που τον έκανε να πονέσει.
«Σήκω πάνω, τι κάθεσαι», του είπε και πάλι η φωνή. «Πήγαινε και άνοιξε να μπει αυτός που είναι ξαπλωμένος μπροστά στην πόρτα. Αυτός είναι ο αυτοκράτορας».
Τρέμοντας τότε από το φόβο του ο ηγούμενος τρέχει, και σκουντάει τον κοιμισμένο άντρα για να ξυπνήσει, φωνάζοντάς του:
–Σήκω. Σήκω, επιτέλους ευλογημένε.
–Ορίστε κύριε, του απαντάει εκείνος, μάλλον φοβισμένος. Τι προστάζεις τον δούλο σου;
Ο ηγούμενος τον οδηγεί μέσα στο μοναστήρι, του βάζει να φάει, τον περιποιείται και προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι αυτός ο άνδρας και τι συμβαίνει μ’ αυτόν.
Το πρωί τον βάζει να πλυθεί και του εξομολογείται το όνειρο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα, που το πιστεύει ως θεία βούληση. Κι επειδή πιστεύει σ’ αυτά τα όνειρα, τον παρακαλεί να τον θεωρεί από εκεί και πέρα φίλο και αδελφό του.
Ο νεαρός άντρας, που κοιμόταν ρακένδυτος μπροστά στην πόρτα του αγίου Διομήδη στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών, ο ιδρυτής της μακεδονικής δυναστείας του βυζαντίου. Μιας δυναστείας που κράτησε 200 περίπου χρόνια κι έβγαλε λαμπρούς αυτοκράτορες, σαν τον Ρωμανό Λεκαπηνό, τον Νικηφόρο Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή, τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο κ.ά.
Η πορεία του νεαρού που περιέθαλψε εκείνο το βράδυ ο ηγούμενος του μοναστηριού στην Κωνσταντινούπολη είναι φανταστική, πολύ κοντά στο όνειρο και στο παραμύθι, αλλά να που βγήκε πέρα για πέρα αληθινή, όπως ακριβώς στα πιο απίθανα όνειρα.
Αυτοκράτορας ο Βασίλειος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μέσα σε είκοσι χρόνια από τη νύχτα εκείνη που κοιμότανε, κατάκοπος οδοιπόρος και κουρελής, μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας του αγίου Μόδεστου στην Κωνσταντινούπολη! Κι από ένα φτωχόπαιδο μιας πολυμελούς οικογένειας από την Αδριανούπολη, στο θρόνο της βασιλεύουσας, μια πορεία και προπαντός μια τύχη πάνω από κάθε προσδοκία και από το πιο απίθανο όνειρο. […]
(Από το διήγημα «Τα όνειρα»)