Εδώ η συνένετευξη στο Culture Point https://bit.ly/3Nf7Y41
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(Κριτική της Κατερίνας Χιλμπερτίδου δημοσιευμένη στο λογοτεχνικό περιοδικό «3η Χιλιετία» το 2023)
Tο βιβλίο «CRY THE BELOVED PEOPLE» πλαισιώνεται από ένα υπέροχο εξώφυλλο, κολλάζ της ίδιας της συγγραφέως που μας παραπέμπει ν’ αγκαλιάσουμε τον εσωτερικό του πλούτο. Το βιβλίο αποτελείται από δυο νουβέλες , ο τίτλος της πρώτης είναι και ο τίτλος του βιβλίου. Στην πρώτη νουβέλα ο ήρωας, δάσκαλος στο επάγγελμα συμμετέχει στην εκστρατεία της χώρας του εναντίον ενός άγνωστου μέχρι τότε τόπου στην άλλη άκρη του πλανήτη με μοναδικό του κίνητρο τη διαγραφή των χρεών του και τοποθετείται, σχήμα οξύμωρο, επιθεωρητής των σχολείων σε μια από τις κατακτημένες πόλεις.Ο πόλεμος θ’ αποτελέσει και τον βαθύτερο λόγο που μετά την επιστροφή του στην πατρίδα ο ήρωας θα ζητήσει να διοριστεί στην Επαρχία του Πάγου , έναν τόπο ουσιαστικά αυτονομημένο από την υπόλοιπη χώρα με αρχές τυραννικές, τα παιδιά εκεί αποτελούν τον εφιάλτη κάθε εκπαιδευτικού. «Ηταν 36 παιδιά και εγώ ο δάσκαλος τους». Η επαναλαμβανόμενη αυτή φράση από την αρχή μέσα στο κείμενο προσδίνει στο έργο τον εσωτερικό του ρυθμό. «Στο πρώτο μάθημα της γλώσσας τους ζήτησα να μου περιγράψουν έναν μπουμπουκιασμένο κήπο καταμεσής μιας ανθισμένης μέρας. Μου έδωσαν λευκές κόλες, όχι από άγνοια αλλά από πείσμα» Στην Επαρχία του Πάγου, τα συναισθήματα ήταν υπό περιορισμό και στην κορυφή τη πυραμίδας των απαγορεύσεων βρισκόταν ο έρωτας. «Αυτός στην πραγματικότητα ήταν εξοβελιστέος. Έτεινε να ενώνει τους ανθρώπους με αδιάσπαστο τρόπο, ικανό να κλυδωνίσει κάθε εξουσία» Τα παιδιά αρνιόντουσαν τους γονείς, τους δασκάλους , τους πάντες , θ’ ακολουθούσαν μόνο ανθρώπους με ατόφια συναισθήματα.
Στη δεύτερη νουβέλα «Το λάφυρο της φαντασίας» , η συγγραφέας αναμειγνύει ρεαλιστικά με φανταστικά στοιχεία και έχουμε ένα συγγραφικό θαύμα .Η ηρωίδα γράφει μοιρολόγια , τη στιγμή του πόνου τη μεταμορφώνει σε δημιουργία . Τα μοιρολόγια της ,λέει ο αγαπημένος της, στάζουν ωραιότητα, οι λέξεις τους όλες αφιερωμένες στο πένθος, τις κόβει όμως από πλούσια μποστάνια, πραγματική τους μορφή το χρώμα. Τα μοιρολόγια είναι κομμάτι του εαυτού της, δεν θα διστάσει όμως να τα προσφέρει στον εραστή της θεωρώντας ότι έτσι θα εξασφαλίσει δια παντός την αγάπη του. Μαζί όμως με τα μοιρολόγια της θα χάσει και την έμπνευσή της. Η αναζήτησή τους θα μετατραπεί σ’ ένα ταξίδι με πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία. Η μοιρολογίστρα θα περάσει από τον κόσμο της μοντέρνας τέχνης και των χρηματιστηρίων της και θα καταλήξει μέσα στην ίδια τη φαντασία.
Η θεματολογία και στις δυο νουβέλες ασυνήθιστη και απρόβλεπτη, ο λόγος γλαφυρός και λιτός .Οι εικόνες τους στήνουν πλούσια σκηνικά. «Στάθηκα στο μέσον της άδειας σάλας, το φουστάνι μου άγγιξε τις όχθες της λίμνης, η φωνή μου ολόκληρη βούτηξε στα χαμένα νερά της, μούσκεψε στα χρώματά της. Στο τέλος μικρά παιδιά σκούπισαν το σώμα της μέσα σε κατακόκκινες κουβέρτες από κεριά» Η συγγραφέας εγκιβωτίζει στις λέξεις της το ανείπωτο. Επαναστατική και λυρική , αναζητά να μπουμπουκιάσει ο καημός, να λαβωθεί ο Άδης , η φαντασία της αστείρευτη που δε θα πάψει να μας εκπλήσσει κρατώντας πάντα τη ψυχή της ανοικτή , όπως χαρούμενη διαπίστωσα .
Της εύχομαι καλή συνέχεια στο έργο της .
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΙΛΜΠΕΡΤΙΔΟΥ
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(Ομιλία της Αυγής Σκέβα, εκπαιδευτικού κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Zatopek book cafε στις 19/1/2023)
Το βιβλίο περιλαμβάνει δύο νουβέλες. Η πρώτη, που δίνει και τον γενικότερο τίτλο στην έκδοση ονομάζεται «CRY THE BELOVED PEOPLE” . Η πλοκή τοποθετείται σε ένα ασαφές όριο μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Πρόκειται για μια ενορατική σκιαγράφηση ενός απειλητικού, διεφθαρμένου κόσμου με εμφανείς αναφορές σε επίκαιρους προβληματισμούς.
Διαδραματίζεται σε μια φανταστική χώρα, την Ταλούζ, ένα ζοφερό τόπο που ταλανίζεται από πολέμους, πολιτικές ίντριγκες και διοικείται από μια αλλότρια εξουσιαστική αρχή, η οποία με θεμιτά και αθέμιτα μέσα επιδιώκει να εδραιώσει την κυριαρχία της στην ξένη χώρα και να καταστείλει με οποιοδήποτε τρόπο κάθε αγωνιστική κινητοποίηση αντίστασης που αναδύεται στους κατακτημένους τόπους .
Αφηγητής της ιστορίας επιλέγεται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής. Ο λιτός πρωτοπρόσωπος μονόλογος προσδίδει έναν εξομολογητικό χαρακτήρα και αναδεικνύει τη ροή των σκέψεων και τις συναισθηματικές μεταπτωσεις Η συμμετοχωσεις του ήρωα. Η αφήγηση εξελίσσεται με συνεχείς αναχρονίες. Ουσιαστικά αξιοποιούνται 3 παράλληλα αφηγηματικά επίπεδα και ο αναγνώστης επωμίζεται την ευθύνη να επανασυνδέσει χρονικά τα γεγονότα, διαδικασία που του επιτρέπει να αποκτήσει στενότερη σύνδεση με το κείμενο.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένας δάσκαλος. Ως φοιτητής εντελώς τυχαία βρέθηκε στα φώτα της δημοσιότητας λόγω της εμπλοκής του στην διάσωση κάποιων πολιτικών αντιφρονούντων. Η ακτιβιστική οργάνωση στην οποία εργαζόταν, γνωσωσεις Η συμμετοχτή με το όνομα CRY THE BELOVED PEOPLE φρόντισε να εκμεταλλευτεί το γεγονός ως δώρο εξ ουρανού προκειμένου να αποκαταστήσει το όνομά της μετά από καταγγελίες εις βάρος της για οικονομικές ατασθαλίες. Η πρώτη αποκαθήλωση των μεγάλων ιδεών είχε συντελεστεί στην ψυχή του νεαρού άνδρα
Στα 36 του χρόνια εγκαταλείπει τη διδασκαλική καριέρα και κατατάσσεται οικειοθελώς στον στρατό κατοχής όχι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά ως μισθοφόρος, πνιγμένος από τα χρέη που του κληρονόμησε η πατρική περιουσία. Κάθε μέρα που περνάει στο μέτωπο όλο και περισσότερο αντιλαμβάνεται πόσο παράλογη και βάρβαρη είναι αυτή η εισβολή. Νιώθει ωστόσο πως πρέπει να αντέξει με κάθε τρόπο. Η απρόσμενη όμως μεταφορά του στα μετόπισθεν και η ανάθεση της παρακολούθησης ενός υπόπτου για αντιστασιακή δράση τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει ότι εμπλέκεται όλο και περισσότερο στα γρανάζια της καταπιεστικής κατοχικής εξουσίας κινδυνεύοντας να γίνει αναπόσπαστο μέρος της .
“Ανήκα πια στο στρατό κατοχής, είχα απεριόριστη εξουσία πάνω σε κάθε πολίτη εκείνης της χώρας, ανεξέλεγκτη δικαιοδοσία σε κάθε ψυχή”.
Σύντομα αναλαμβάνει νέα υπηρεσία ως γενικός επιθεωρητής των σχολείων μιας πόλης της κατακτημένης χώρας. Εκεί θα ερωτευτεί μια νεαρή επαναστάτρια, που άθελά της θα γίνει η αιτία να τον ξαναστείλουν στα χαρακώματα.
Κάποια στιγμή βρίσκει την ευκαιρία να αποσυρθεί από όλα αυτά. Η εμπειρία του πολέμου τον έχει τραυματίσει βαθιά και τον έχει αποξενώσει ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Επιλέγει έναν δυσμενή διορισμό ως δάσκαλος σε μια από τις επαρχίες της χώρας του, την επαρχία του Πάγου, έναν τόπο εξορίας, σχεδόν καταραμένο που όλοι αποφεύγουν.
Οι μαθητές που θα συναντήσει, μεγαλωμένοι σε συνθήκες εγκλεισμού, μέσα σε ένα αποστερημένο από αγάπη περιβάλλον, ζουν εκεί γεμάτοι θυμό.
«Το σχολείο τους, ένα γκρίζο σκυθρωπό κτίριο, σωστό ερείπιο μέσα στο παγωμένο δάσος. Έμοιαζε περισσότερο με στρατώνα ή νοσοκομείο, Στους τοίχους του ήταν γραμμένες με ανεξίτηλο χρώμα οι ‘Εντολές του Πάγου»
Άραγε μέσα στη απόλυτη σκοτεινιά μπορεί να γεννηθεί ελπίδα;
«Ήταν τριάντα έξι παιδιά κι εγώ ο δάσκαλός τους»
Η φράση αυτή που επαναλαμβάνεται διαρκώς στο κείμενο, αντηχεί ως παλμός. Δίνει στο έργο τον εσωτερικό του ρυθμό και τονίζει τον σημαντικό ρόλο των παιδιών, τα οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν και τους πρωταγωνιστές ή μάλλον τους συμπρωταγωνιστές της νουβέλας μαζί με τον κεντρικό ήρωα, αφού αυτά εντέλει είναι τα μόνα που θα του δείξουν τον δρόμο προκειμένου να ξεπεράσει τις συναισθηματικές και ηθικές του αντιφάσεις.
Η δεύτερη νουβέλα «Το Λάφυρο της φαντασίας» αναφέρεται σε μία νεαρή μοιρολογίστρα. Πρόκειται για μια απλη κοπέλα, την Κερασία, με λυπημένη , ανυπότακτη ψυχή και απόλυτο χαρακτήρα.
Στα δεκατέσσερα χρόνια της πεθαίνει ο παππούς - μια τραγική φιγούρα φονιά- που η υπόλοιπη οικογένεια έχει απορρίψει κι αυτή αρχίζει να τον μοιρολογεί, κάτι που όμως δεν έχει ξανακάνει ποτέ στη ζωή της. Σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι διαθέτει ένα μοναδικό πηγαίο χάρισμα. Μέσα από το μοιρολόι μπορεί και μετουσιώνει τον βαθύ εσωτερικό της πόνο σε δημιουργική πνοή. Το σκοτάδι της αποκτά διαύγεια. Η ίδια της η φωνή μεταμορφώνεται και λαμβάνει ένα σπάνιο μέταλλο που σαγηνεύει τους γύρω της. Με τα μοιρολόγια της γυρεύει όπως λέει να ενώσει τον κόσμο, δανείζει τη φωνή της στις αγωνίες και τις λύπες του, επικοινωνεί με τις ψυχές των νεκρών και τις παρηγορεί. Φτιάχνει, μπουμπούκια για τις ψυχές της.
«Η λύπη μου ξέπλενε τους ανθρώπους, τους έπαιρνε τα κρίματα. Επρόκειτο για ύστατη πράξη τιμής, συμμετείχα στην αρχή σ’ αυτήν εν αγνοία μου.»
Οι θρήνοι της δεν περιορίζονται όμως μόνο στα ανθρώπινα, η λύπη της ενώνεται με τις ψυχές των πραγμάτων και η θεματολογία της τέχνης της διευρύνεται. Η Κερασία θρηνολογεί την ψυχή του παλιού σπιτιού που γκρεμίζεται, τη λιμνοθάλασσα που σβήνει καθώς αποξηραίνεται, τη χαμένη νιότη.
Κάθε φορά που μοιρολογεί, ανθίζει σαν ένας μυστικός κήπος. Το μοιρολόι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης της .
Αυτός ο κήπος θα μαγέψει τον Άγη, ένα κοσμοπολίτη σκηνοθέτη που μαζί με τη γκαλερίστα γυναίκα του Τζασίντα ταξιδεύουν αναζητώντας ιδιαίτερα ταλέντα. Η Κερασία τον ερωτεύεται τόσο απόλυτα που θα φτάσει στο σημείο να προσφέρει στη Τζασίντα τα μοιρολόγια της για να τον κρατήσει αποκλειστικά δικό της.
Όταν όμως αποχωρίζεται το έργο της διαπιστώνει ότι σαν να σφράγισε η ψυχή της και η πηγή της έμπνευσής της στέρεψε, ερήμωσε. Λες και η φαντασία που η ίδια πρόδωσε με την πράξη της κατακρατεί τώρα τους στίχους της. Ως λάφυρο; Ίσως
Ο Άγης σύντομα την εγκαταλείπει και τότε αυτή ξεκινάει να τον αναζητά, αποφασισμένη να υπερασπιστεί την αυθεντικότητα του έργου της και να πάρει πίσω τα μοιρολόγια της.
Μέσα στο ίδιο το κείμενο δεν αναφέρονται πουθενά οι στίχοι της μοιρολογίστρας, Όταν όμως η ίδια χάνει την ικανότητα να μοιρολογεί αρχίζει να εμφανίζεται ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο το μοιρολόι των μικρών αποδημητικών πουλιών που την συνοδεύουν στο ταξίδι της.
Η αναζήτησή της θα εξελιχθεί σε ένα απρόβλεπτο οδοιπορικό στον κόσμο της μοντέρνας τέχνης
Ο Άγης και η Τζασίντα έχουν δημιουργήσει μια πρωτοποριακή γκαλερί όπου όμως δεν πουλούν τα πρωτότυπα έργα τέχνης αλλά το δικαίωμα προσδοκίας σε αυτά. Η ιδέα θεωρείται ρηξικέλευθη και τους επιφέρει μεγάλα κέρδη, ενώ οι καλλιτέχνες, χωρισμένοι στο βιβλίο σε δυο στρατόπεδα στους καλλιτέχνες της εικονικής τέχνης και τους καλλιτέχνες της πραγματικής τέχνης, αισθάνονται εγκλωβισμένοι και αγωνιούν, η κάθε ομάδα για τους δικούς της λόγους .Το ερώτημα πάντως είναι κοινό και στις δυο ομάδες: Μήπως τελικά το δημιούργημά τους αποτελούσε περισσότερο ψευδαίσθηση παρά πραγματικότητα, μήπως το μόνο βέβαιο ήταν η προσμονή του; Μέσα σε έναν κόσμο που συνεχτους δεν θα πρυ νομίζουν ότι αξ. Κι ως μεταβάλλεται τι μπορεί εντέλει να θεωρείται αυθεντικό και γνήσιο, μοιάζει να αναρωτιέται η συγγραφέας.
Η αγωνία που βιώνουν οι καλλιτέχνες να επανασυνδεθούν με τα έργα τους και ο φόβος της απαξίωσης κατά τη γνώμη μου συνδέεται άμεσα με την αγωνία της Κερασίας να επανενωθεί με τα μοιρολόγια της και να ξαναβρει την εσωτερική της αλήθεια και τη δημιουργική της δύναμη μέσα από τα δάκρυα των στίχων της.
Η ίδια θεωρεί ότι η ζωή της είναι καθαρή και ξάστερη και ότι η αλήθεια της είναι μία και μοναδική.
Ακόμη κι όταν ο Άγης της επισημαίνει ότι : «‘Έχει διαλέξει με το μολύβι της το χείλος του γκρεμού κι από εκεί ζει τη ζωή», ότι «δεν ζει μέσα στην πραγματική ζωή, αλλά στον αντικατοπτρισμό της», αυτή δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Ο κόσμος επιβιώνει κατακερματισμένος επιμένει κάποια στιγμή ο Άγης, όμως η Κερασία διμαρτύρεται. Θεωρεί πως όλα στους ανθρώπους ερμηνεύονται.
Στο ταξίδι της συναντά υπάρξεις που κυνηγούν τον ωραιότερο και βαθύτερο εαυτό τους, διαρκώς όμως αυτός τους ξεφεύγει. Ορφανοί-δίδυμοι. Το παράλληλο ταξίδι τους με το δικό της δεν θα το διαισθανθεί η Κερασία.
Κι ύστερα θα επιστρέψει μόνη με μια μικρή ονειροπαγίδα και μια πράσινη πεταλούδα στα μαλλιά.
Τότε θα τους συναντήσει, μέσα σε σκοτεινές στοές: Μοιάζουν οι μόνοι να μοιραστούν την απελπισία της Ένα ανώνυμο ξεχασμένο πλήθος Αυτούς που όπως λέει έχουν μεταφερθεί από το κέντρο της απελπισίας στα σύνορά της κι από κει κάνουν τραμπάλα με τη φαντασία τους. Θα της μιλήσουν και τότε αυτή θα τους ακούσει.
Το μυθιστορηματικό σύμπαν της Αποστολίδου είναι ιδιαιτερο. Χρησιμοποιεί τη μικρή φόρμα, αλλά ανοίγεται σε μια πολυχρωματική παλέτα θεμάτων, αφήνοντας περιθώρια πολλών και ποικίλων ερμηνειών κατά την ανάγνωση. Κατά την άποψή μου ο στοχασμός της κινείται μεταξύ φωτός και σκιάς, χωρίς να χάνει όμως την πίστη της στις μεγάλες αξίες και τα ιδανικά προβάλλοντας την ανάγκη για έναν πιο αυθεντικό πιο ουσιαστικό τρόπο ύπαρξης. Ο λόγος της παρουσιάζεται έντονα στοχαστικός γεμάτος πάθος. Καταγγελτικός σε αρκετά σημεία, αλλά χωρίς ίχνος διδακτισμού. Αν και τα θέματα που διαπραγματεύεται στις δύο νουβέλες δείχνουν διαφορετικά ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως ανακαλύψει κοινούς δεσμούς. Οι δύο ήρωες, αντισυμβατικά, μοναχικά πρόσωπα, διχασμένα εσωτερικά, παλεύουν να χτίσουν μια ταυτότητα και να υπερασπιστούν την αλήθεια τους. Το συναπάντημα με τον έρωτα και την αγάπη θα παίξει και για τους δύο καθοριστικό ρόλο στη ζωή τους και θα λειτουργήσει ως εφαλτήριο προσωπικής ανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης.