(Απόσπασμα από τη νουβέλα «Cry the Beloved People»):
[…] Συνελήφθηκα μαζί με δεκάδες ξένους ανταποκριτές, συνελήφθηκα, δηλαδή, από τον ίδιο τον στρατό μας, ένα αίθριο πρωινό που οι μεραρχίες μας βρίσκονταν ήδη βαθιά μέσα στη χώρα. Σίγουρα επρόκειτο για παρεξήγηση. Περιέργως όμως, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από μερικές ώρες, εγώ συνέχιζα να κρατούμαι, χωρίς εντούτοις να μου απαγγελθεί καμία κατηγορία. Για μέρες παρέμενα εντελώς αβοήθητος, ριγμένος στην πιο αυστηρή απομόνωση. Στο τέλος της πέμπτης μέρας μ’ έβγαλαν από τo κελί μου. Ήμουν αδύναμος, χλωμός, με δυσκολία μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, μ’ ενοχλούσε ακόμα και το λίγο φως. Σα να συμμερίστηκαν και αυτοί την κατάστασή μου, δεν μακρηγόρησαν.
Η σύλληψή μου ήταν σκηνοθετημένη, μου ανακοίνωσαν. Με υπέβαλλαν σε τόσες ταλαιπωρίες για να προβληθεί το παρελθόν μου, να φτιαχτεί το άστρο μου. Ήθελαν να φανεί ότι συμμετείχα στον πόλεμο από ωμό εκβιασμό και όχι με δική μου θέληση. Ότι είχα έρθει στην Ταλούζ σαν ανεξάρτητος παρατηρητής και υπήρχαν καταγγελίες πως είχα γεμίσει το στράτευμα με προκηρύξεις εναντίον του πολέμου. Ότι αναγκάστηκα να καταταχθώ στις σειρές μας για ν’ αποσυρθούν οι κατηγορίες. Εν ολίγοις, αυτό ήταν το σχέδιό τους, έτσι θα μπορούσα να προσφέρω καλύτερες υπηρεσίες, γιατί είχαν σκοπό να με αποσπάσουν από το μέτωπο και να μου αναθέσουν άλλου είδους καθήκοντα. Η στρατιά μας προχωρούσε γρήγορα, είχε ήδη στην κατοχή της πολλές περιοχές, κρίσιμο τώρα θα ήταν ο εσωτερικός έλεγχος της χώρας. Το μίσος εναντίον μας ήταν τεράστιο, το αντάρτικο ισχυρό, τα σαμποτάζ σχεδόν καθημερινά. Άνθρωποι με παρελθόν σαν το δικό μου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πολλαπλά, να προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες. Ο λαός θα τους έβλεπε πάντα διαφορετικά, αρκεί και μόνο να διαδιδόταν σωστά η ιστορία τους. […]
(Απόσπασμα από τη νουβέλα «Η μοιρολογίστρα»):
Τη μέρα που πέθανε ο παππούς, τα παιδιά του μαζεύτηκαν γύρω του. Έστεκαν σκυθρωποί και αμίλητοι, δεν άνοιξαν στις μοιρολογίστρες. Στην πραγματικότητα, ήθελαν να τελειώσουν γρήγορα με «τα της κηδείας».
Ο παππούς είχε ατιμώσει την οικογένεια, ήταν φονιάς, είχε βγει τους τελευταίους μήνες από τη φυλακή μετά από εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια, με το ζόρι τον δέχτηκαν ξανά σπίτι. Τη μέρα που μας χτύπησε την πόρτα, οι δυο του γιοι τον είχαν διώξει κακήν κακώς. Η μητέρα μου του ζήτησε να κοιμηθεί στον αχυρώνα, αλλά εγώ του έδωσα την κάμαρά μου. Δεν είχα συναντήσει άνθρωπο με πιο αγγελικό πρόσωπο. Κάθε μέρα του έδινα τροφή και νερό και αυτός μου διηγούνταν την ιστορία του. Ντρεπόταν για τον φόνο που είχε κάνει, τον θεωρούσε όμως αναγκαίο. Όταν έπεσε η νύχτα, ξεκίνησε το μοιρολόι μου.
Ήμουν δεν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών, ένα λιγνό κορίτσι ντυμένο στα μαύρα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος άστρα, πέρα από τις κορυφογραμμές, ξεκινούσε η ελευθερία μας. Δεν είχα μοιρολογήσει ποτέ και κανέναν. Κανείς δεν τόλμησε να με διακόψει. Το τραγούδι μου κράτησε ολόκληρη τη νύχτα, το πρωί βάφτηκε με τα χρώματα της ανατολής κι έσβησε. Αργότερα, στην ταφή, δεν είχα ούτε ένα δάκρυ να χύσω. Έτσι, στα δεκατέσσερα, ανακάλυψα το ταλέντο μου. Ο παππούς είχε σκοτώσει για τη γη του. Πάνω στην εύφορη πεδιάδα της, τα παιδιά του θα έχτιζαν τις περιουσίες τους τα κατοπινά χρόνια. Και από τούτη τη γη θα μ’ έδιωχναν όταν θ’ ανακάλυπταν την εγκυμοσύνη μου.
Το μοιρολόι μου ήταν βαθύ, έβγαινε κατευθείαν από την ψυχή μου. Η φωνή μου είχε ένα ιδιαίτερο μέταλλο, ξεδιπλωνόταν όμως μόνο μέσα στο μοιρολόι. Παντού αλλού η φωνή μου έπεφτε σε σιδερένιο φράγμα, κρατιόταν κλειδωμένη στα σωθικά μου. […]