[…] Είχα μνήμες από το Κάιρο, να προσπαθούσα να ξαναμιλήσω αιγυπτιακά με συμβούλευαν οι φίλοι, η γλώσσα, ωστόσο, είχε τη δική της εκδίκηση. Τη μέρα που ήρθαμε στην Ελλάδα έπαθα αλαλία. Μήνες μετά, όταν ξαναμίλησα, δεν μπορούσα να αρθρώσω ούτε μια λέξη στα αιγυπτιακά. Οι λέξεις ολόγιομες, ολόδροσες βούιζαν μέσα μου, θερμοπαρακαλούσαν για έξοδο. Ύστερα, στην απελπισία τους, ενώθηκαν σε μεγάλα κλαδιά, γύρεψαν ρίζες. Εγώ όμως ήμουν πραγματικός εμπρηστής, τις περιέλουσα με πετρέλαιο, δεν έμειναν ούτε οι στάχτες τους.
[…] Στα πρωτοσέλιδα ο ίδιος επίδοξος τίτλος «Αδίστακτος κυνηγός εκτελεί τον σκύλο του». Συνέχισα ποδαράτο, δεν περνούσε συγκοινωνία. Βάδιζα πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως, μουδιασμένοι άνθρωποι με προσπερνούσαν, δεν τους ανήκε η πόλη, δεν τους ανήκε ούτε το μικρότερο τετράγωνο από τούτη τη γη, ροζ κόκκοι άμμου κάθονταν στα μαλλιά τους. Στο τέρμα των λεωφόρων στεκόταν η Βάγια. Έμοιαζε τώρα με κοκαλιάρικο σκυλί που με ακολουθούσε πιστά. Θα τους δάγκωνε όλους για χάρη μου, τρεφόταν από τις ψείρες της αγάπης μου. Λεπτό με λεπτό η εικόνα μεγάλωνε, μπερδεύτηκε στο βήμα μου, μπήκε στις φτέρνες μου.
[…] Οι γονείς έφυγαν μετανοιωμένοι, λίγο καιρό όμως μετά επανήλθαν δριμύτεροι. Τα παιδιά ήθελαν ν’ αλλάξουν τα ονόματά τους, είχαν πάρει παραμάσχαλα την αλφάβητο –τα αγόρια τη γερμανική, τα κορίτσια την ελληνική– και το καθένα είχε διαλέξει ένα γράμμα για όνομά του. Ο διευθυντής εγγυήθηκε την άμεση αποκατάσταση της τάξης και κάλεσε αυθημερόν την S για εξηγήσεις. Οι φωνές τους ακούστηκαν μέχρι έξω. Περισσότερο και από τις ίδιες τις κατηγορίες, την S την ενόχλησαν οι κοροϊδίες. Και το ξεκαθάρισε. Η ελαχιστοποίηση του ονόματος σε γράμμα αποτελούσε απάντηση στη μισαλλοδοξία και όχι απόδειξη μειονεξίας. Κακομίλησε στον διευθυντή κι εκείνος συγκρατήθηκε για να μην την απολύσει.
[…] Τη μέρα που μου ανακοίνωσε τον χωρισμό της με τον πατέρα μου, είχαμε βγει βόλτα στον Νείλο. Ο πατέρας μου είχε φύγει για το Ισραήλ. Στη μητέρα μου άφησε το κηροποιείο, υποσχέθηκε επίσης ότι κάθε μήνα θα μας έστελνε τον μισό μισθό του, όπως κι έπραξε. Η μητέρα μου μού περιέγραψε την κατάσταση όσο πιο απλά μπορούσε. Δεν την είχα ξαναδεί ντυμένη τόσο όμορφα. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα ζωγραφισμένο με ροζ και κόκκινους ρόμβους, τα μαύρα της μαλλιά ήταν στολισμένα με πέρλες. Κατάλαβα ότι προσποιούταν για χάρη μου. Το φόρεμά της, στην πραγματικότητα, ήταν μαυρόασπρο, οι κορυφές των ρόμβων του τέμνονταν στο πένθος. Της ζήτησα λεφτά για λεμονάδα· όλο το βράδυ έψαχνε να με βρει. Δεν πίστεψε ότι είχα χάσει τον προσανατολισμό μου, τα κοντά της όμως μαλλιά είχαν δεθεί στις φελούκες, είχαν σκεπάσει το ηλιοβασίλεμα.
[…] Μεμιάς ο μαέστρος πετάχτηκε μπροστά μου.
«Αρκετά!» ούρλιαξε.
Έβγαλε ένα όπλο από την τσέπη του και πυροβόλησε δυο φορές στον αέρα. Επικράτησε πανικός. Πέσαμε όλοι κάτω να προστατευθούμε. Είδα τον ντράμερ να σηκώνεται και να τρέχει από την αντίθετη πλευρά του σταδίου, προς το μέρος μας. Ήταν ζωσμένος με εκρηκτικά. Νόμιζα ότι θα τα έδινε στον μαέστρο. Αυτός όμως πλησίασε εμένα.
«Πάρ’ τα!» με διέταξε. «Ανατίναξέ τα όλα!»
Τον κοίταξα σαν χαμένος.
«Τι με κοιτάς;» ρώτησε θυμωμένα. «Έτσι δεν τελειώνει το ταξίδι σου στο Κάιρο; Σώσε μόνο τις πλαστελίνες!»