[…] Ένα άλλο περιστατικό, που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη μου, ήταν μία συζήτηση που άκουσα ανάμεσα στους γονείς μου. Ο πατέρας μου είχε οδηγηθεί σε κάποιο δικαστήριο μαζί με τον Ζάχο Μαρούδη και τον Κώστα Αλευρομύτη, με την κατηγορία ότι συνεργάστηκαν με τους αντάρτες. Άκουσα τον πατέρα μου να λέει στη μητέρα μου ότι αθωώθηκε, διότι είπε στο δικαστήριο ότι πράγματι, όταν έρχονταν οι αντάρτες στο χωριό έκανε τον ταμία τους, αλλά γι’ αυτό τον υποχρέωναν αυτοί, αφού αυτή ήταν και η δουλειά του στο γραφείο. Δεν μπορούσε να τους αρνηθεί, διότι θα κινδύνευε η ζωή του. Και ο Μαρούδης αθωώθηκε. Αλλά ο Αλευρομύτης καταδικάστηκε και τον διώξανε απ’ το Δημόσιο. Κι εκείνο που μου έμεινε ήταν τα λόγια των γονιών μου, ότι αυτό ήταν κρίμα, δεν την άξιζε αυτή την ποινή, ήταν σκληρή και άδικη, είχε μεγάλη οικογένεια, τι θα γίνονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι!
Σήμερα, ανατρέχοντας σ’ εκείνα τα γεγονότα, πιστεύω ότι αυτή η δίκη υπήρξε καθοριστική για την πορεία της ζωής τού πατέρα μου. Πρέπει τότε να κατάλαβε ότι η διατήρησή του στη δουλειά του, η εξέλιξη, η μετάθεσή του, όλα εξαρτιόνταν από την πολιτική –στην ουσία κομματική– συμπεριφορά του και όλα του τα κοινωνικά “πιστεύω” έπρεπε να εξοβελιστούν. Έπρεπε να υποτάσσεται στην εκάστοτε κυβέρνηση, που μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε ήταν, και τα μετέπειτα χρόνια είναι, η Δεξιά. Πιστεύω ότι αυτός ήταν ο λόγος που ποτέ δεν τον είχα ακούσει να μιλάει με τις παρέες του για τα πολιτικά θέματα και που πάντα μού τόνιζε ότι πρέπει να φτιάξω τη ζωή μου χωρίς να δεχτώ να γίνω δημόσιος υπάλληλος. Βέβαια, δεν τον άκουσα, αφού δέχτηκα να διοριστώ στο Πανεπιστήμιο, αλλά ακόμα και σήμερα τον ευχαριστώ που μου έδωσε τη δυνατότητα να μπορώ ν’ αποτινάξω από την πλάτη μου, όταν χρειάστηκε να το κάνω, τον ζυγό που δέσμευε την προσωπική μου αξιοπρέπεια και με απομάκρυνε από τα “πιστεύω” μου.
Πολλά χρόνια αργότερα βρήκα ένα έγγραφο του πατέρα μου. Ήταν πάρα πολύ ταχτικός σε όλα του, και στην υπηρεσία του και στην ιδιωτική του ζωή. Για κάθε έγγραφο, ακόμα και για την προσωπική αλληλογραφία του, κράταγε αντίγραφο με καρμπόν. Ψάχνοντας, λοιπόν, τα χαρτιά του βρήκα μία «Δήλωση» προς την Αστυνομία του Μελιγαλά, όπου αυτός τότε ήταν Διευθυντής του Ταμείου και όλες τις προαγωγές του τις είχε πάρει, όπως ο ίδιος έλεγε, «κατ’ απόλυτον εκλογήν». Η τότε συνεργασία του με τους αντάρτες φαίνεται ότι τον συνόδευε παντού, ακόμα και αρκετά χρόνια μετά τη λήξη τού “Εμφύλιου” –παρ’ ότι και με τον Αστυνόμο, όπως και με τους άλλους δημόσιους υπάλληλους έκανε καθημερινή παρέα, αφού ο Μελιγαλάς ήταν μία μικρή κωμόπολη κι όλοι ήταν γνωστοί μεταξύ τους σαν την κάλπικη δεκάρα. Με αυτήν τη δήλωση καταδίκαζε τον κομμουνισμό κ.λπ. Ήταν, δηλαδή, «δηλωσίας» –χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει μέλος του Κ.Κ.Ε.! Κι όσο κι αν κάποιοι θεωρούν αυτή τη λέξη προσβλητική, σας βεβαιώνω ότι για μένα δεν είναι καθόλου. Στο βιβλίο μου με τίτλο «Η μεταξένια ευαισθησία της αξιοπρέπειας» παίρνω σαφή και καθαρή θέση απάνω σ’ αυτό το ζήτημα, που η τότε ηγεσία του Κ.Κ.Ε. το ανήγαγε σε θέμα προδοσίας, ενώ τα ίδια αυτά ανθρωπάκια βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια, παράταγαν τους οπαδούς τους και τους μαχητές στη μέση της καταστροφής και τρέχανε για να σωθούν στα γύρω πρώην Ανατολικά κράτη. Και αν ακούγομαι πολύ αγριεμένος, είναι διότι τον Κομμουνισμό τον θεωρώ πάρα πολύ Υψηλό Ιδανικό για να καθοδηγείται από δειλούς και ανόητους. Γράφω, λοιπόν, εκεί για έναν ήρωα της ιστορίας μου:
«…Δεν άντεξε τα φοβερά βασανιστήρια και υπέγραψε. Οι άλλοι πιστεύανε πως με μία υπογραφή μπορούσανε να κάμψουνε τη θέληση των αγωνιστών, να τους κάνουνε να διώξουνε από την καρδιά τους τις μεγάλες ιδέες –μέχρι που καταφέρανε να πείσουνε ακόμα και τη δική τους ηγεσία πως όποιος υπέγραφε άλλαζε τις ιδέες του. Και το κόμμα τούς έβαλε σε περιφρόνηση σα να ήταν προδότες! Ήθελε τον κάθε άνθρωπο ήρωα, ν’ αντέχει στο βγάλσιμο των νυχιών και το κάψιμο της σάρκας με τσιγάρο και, και, και… Και κείνοι, οι άμοιροι, δε φτάνει που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, είχανε ν’ αντιμετωπίσουνε και τη χλεύη όσων άντεξαν ή όσων δεν έπεσαν στα χέρια της Ασφάλειας…
…υπέκυψε και υπέγραψε, αλλά είχε και το σθένος να πάει κοντά σε αυτούς που τον περιφρονούσαν και να πολεμήσει τους Γερμανούς και γι’ αυτά που τα βασανιστήρια και η «Δήλωση» δεν μπορέσανε να σβήσουνε απ’ την καρδιά του…
…Αγνός αγωνιστής, άφοβος μπροστά στο θάνατο, μερικές φορές έλεγες πως τον προκαλούσε σα να ήθελε να αποδείξει πως η υπογραφή στο χαρτί, η υποχώρηση στα απάνθρωπα βασανιστήρια δε σήμαινε και πως ήτανε δειλός…»
Εκείνη η Επανάσταση, που από τους Άγγλους και τα πιόνια τους ονομάστηκε “Εμφύλιος”, επίσημα κράτησε τέσσερα χρόνια, από το 1945 μέχρι το 1949. Για μερικούς, όμως, που έχουν κηρύξει απεργία στη λογική, συνεχίζεται ο πόλεμός τους εναντίον των Αριστερών ακόμα και σήμερα… […]