Θεριστές ΑνέμωνΣυγγραφέας: Μητσοβασίλη Ξένια

Θεριστές Ανέμων

Θεριστές ΑνέμωνΣυγγραφέας: Μητσοβασίλη Ξένια

8,50€

Θεριστές ανέμων

 

Ψυχοτύλιξες τα βάσανα του κόσμου
τ’ απίθωσες
μέσ’ τις δικές σου
ψυχοτυλιγμένες τραγωδίες.
Τα σκέπασες μ’ ολόμαυρο πανί
ήλιος να μην τα βλέπει,
αγέρας να μη σώνει ως εκεί.
Να χαροπαλεύεις
με τον φθόνο και τον φόνο
να ’ρχεται μέσ’ τα σκοτάδια
ο Χάρος
να μάχεσαι σαν τον Διγενή
σε μαρμαρένιο αλώνι,
να μάχεσαι
ώσπου να ’ρθεί
εκειό το σκοτάδι
που ήλιο δε θα ματαδείς
και θα λαγιάσεις
σαν τους αποθαμένους
που τίποτα δεν τους σκιάζει…

(17/11/2020)

ISBN: 978-960-597-274-5
Έτος έκδοσης: Αθήνα 2021
Διαστάσεις: 14 x 20.5
Σελίδες: 106

ΘΕΡΙΣΤΕΣ ΑΝΕΜΩΝ

ΦΩΤΙΑ ΣΤΟΝ ΣΒΟΥΡΛΙΣΜΕΝΟ ΑΓΕΡΑ

Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ – Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ (ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗΣ) – Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ – ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ – ΤΕΧΝΗ

ΤΕΧΝΗ

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ «Χ» ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΥΚΛΩΝ, ΣΥΛΛΟΓΩΝ, ΕΤΑΙΡΙΩΝ Κ.Α.

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ «Χ» ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΛΟΥΒΑΤΟ

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Ο ΠΙΚΡΟΜΑΥΡΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

ΙΝΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ, Ντούσας Δημήτρης

ΝΤΟΥΣΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΞΟΡΚΙ, Σταυρούλα Χατζοπούλου

ΤΟ ΣΩΜΑ, Χρυσάνθη Κακουλίδου

ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ, Κωνσταντίνα-Σούλα Τσαφαρά

Η ΛΙΑΧΑ, Πάνος Στεφανόπουλος

ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

Η ΚΟΛΥΜΠΗΘΡΑ ΤΟΥ ΣΙΛΩΑΜ, Διονύσης Λεϊμονής

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, Νίκος Σοφατζής

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΓΩΝΙΑ, Κατερίνα Ντούκα-Κοτοπούλου

ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΩ, Ηρώ Παλαιολόγου

ΟΝΕΙΡΟΧΡΟΝΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ, Άννυ Αχειλαρά

ΕΥΟΙ – ΦΛΟΓΙΣΟΝ, Άννυ Αχειλαρά

ΘΟΛΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ, Άννυ Αχειλαρά

Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, Άννυ Αχειλαρά

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΟΥ ΓΕΜΙΣΕ, Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΙΠΕ…, Δημήτρης Λαμπρόπουλος

ΑΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ, Σπύρος Αυλωνίτης

ΔΙΧΩΣ ΟΥΡΑΝΟ, Σπύρος Αυλωνίτης

ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, Σπύρος Αυλωνίτης

Κριτική στον ΓΙΩΡΓΟ ΣΤΑΥΡΑΚΗ

ΤΕΦΡΕΣ ΜΝΗΜΕΣ, Νέλλη Χανιά

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ, Γιώργος Αλιγιζάκης

Ο ΞΕΝΟΣ, Αλμπέρ Καμύ

Κριτική για το βιβλίο: ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΦΡΥΔΙ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ

Κριτική για το βιβλίο: ΒΡΑΧΟΣ ΑΣΜΙΛΕΥΤΟΣ

ΠΑΡΑΣΙΤΑ (ποίημα)

 

 

ΘΕΡΙΣΤΕΣ ΑΝΕΜΩΝ

Μέσα από λαμπρόστραφτη σκοτοδίνη, ο κόσμος κοντανασαίνοντας και ελπίζοντας έφτασε στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όσοι απέμειναν μισοζωντανοί, μια σκοτεινή δύναμη, μέσ’ την απελπισία τους, ζαλοταράχτηκε, εκείνο, εκείνο που λένε ένστικτο ζωής. Οι ελπίδες άφθονες, σκορπισμένες, γυροβόλιαζαν μέσ’ τον τρελό αγέρα, σκοτειδιασμένο αγέρα και οι ελπίδες λαμπρόστραφαν μέσ’ τα σκοτάδια, σαν αστέρια πάνω στον ουρανό. Οι λαοπλάνοι έπεσαν σα μαύρα κοράκια πάνω στ’ απελπισμένα κρανία και τα γέμιζαν με όνειρα, όνειρα τρελά, χρυσοστόλιστα, τόσο λαμπρόστραφτα που, με την ιδιαίτερα δυνατή λάμψη τους, θόλωσαν κάθε πραγματική αντικειμενική σκέψη.

Οι ελπίδες, τα όνειρα, οι σκέψεις τρέχανε σαν ορμητικά ποτάμια. Οι λαοπλάνοι, οι υπηρέτες των κεφαλαιοκρατών, αφού εξασφάλιζαν όχι μόνο τα αναγκαία προς το ζην, άλλα πολλά, πάρα πολλά εμπορεύματα. Κι όλα εκείνα που η φύση φύτεψε στον άνθρωπο, σκέψη, ψυχή, χαρά, λύπη, ηθική εξέλιξη, οι λαοπλάνοι τα έσβησαν κι άφησαν μονάχα την εξέλιξη.

Λαοί και λαοί χώθηκαν ζωντανοί κάτω απ’ τη γη, αλλά νόμιζαν πως ζούσαν πάνω στη γη, με τις ελπίδες να τους σπρώχνουν στο φρύδι του γκρεμού. Πρώτα-πρώτα άρχισαν απ’ τα ζωντανά. Εκείνα τα ζωντανά που τους κράταγαν όρθιους, εκείνα τα ζωντανά που έθρεφαν τα παιδιά τους.

Τα μακελώκοβαν, τα ψήνανε, φιλεύανε τους λαοπλάνους κι αυτοί οι άτιμοι λαοπλάνοι χορτασμό δεν είχαν. Έτρωγαν ούλα τα ψαχνά κι άφηναν τους δύστυχους να γλύφουν τ’ αποφάγια.

Τα ξημερώματα δεν άκουγες το λάλημα του κόκορα, δεν άκουγες βελάσματα, μονάχα τα γουρούνια ούρλιαζαν απ’ την πείνα, όσα είχαν απομείνει.

Οι λαοπλάνοι τον πρώτο καιρό που πήγαιναν στα χωριά ήταν λεπτοκαμωμένοι και κειό το τσαούλι τους ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα φωτός. Όμως σε λίγο χρόνο, οι λεπτοκαμωμένοι γίνηκαν κοιλαράδες σαν γκαστρωμένοι και τα τσιαούλια τους άνοιγαν με κόπο, γεμίζοντας τους χωριανούς σάλια.

Το παράλογο σκοτείνιασε τη λογική. Ηθική, αισθητική, παράδοση, αρχές ανακατεύτηκαν με άναρθρες κραυγές γενήκανε μπάχαλο. Πατέρας, μάνα, παιδιά, ούλοι ανακατεμένοι σε άναρχο στρόβιλο.

Μονάχα οι ηλικιωμένοι, όσοι απέμειναν ζωντανοί απ’ τη φρίκη του πολέμου, τύραγαν τη γενιά τους να ζουρλαίνεται, στέναζαν βαριά με το δάκρυ να στάζει σα μαύρη βροχή. Άλλοι αργοσέρονταν κατά το δείλι και άλλοι βουβοί, αμίλητοι, τύραγαν τα αλλοπρόσαλλα καμώματα της εποχής.

Οι χωριανοί μάζευαν τ’ απομεινάρια, τα δένανε σε μπόγους, μαζί με τις ελπίδες και με κείνα τα λίγα χρήματα που μάζεψαν απ’ το ξεπούλημα των χωραφιών, απ’ τα χειροποίητα υφαντά (έργα τέχνης) απ’ τα ζωντανά και ό,τι τους απόμεινε.

Πήρε ο καθένας τη στράτα της ξενιτιάς και γίνηκαν ξένοι στην πατρίδα τους. Σκόρπησαν στους πέντε ανέμους, ξένοι κι απόξενοι στη χώρα τους κι όλοι ξένοι μέσ’ τους ξένους. Κι απόμειναν χωριά έρμα, με τα νεκροπούλια να λαλούν τις νύχτες πάνω στους αποθαμένους και τα κοράκια να γυροβολιάζουν τον ουρανό σα θανατερές κορδέλες.

Ήταν οι δεκαετίες 1950-’60-’70 που ξεστράτισαν εκατοντάδες, χιλιάδες μπουλούκια-μπουλούκια απ’ όλα τα δύσμοιρα χωριά. Χιλιοπλήγωτα, πανέμορφα χωριά αποκαταστράφηκαν από τους πολεμοχαρείς πλουτοκράτες. Πρόσωπα σαν ηλιοκαμένα στάχια, με τρύπια παπούτσια, με μια-δυο αλλαξιές ρούχα, με τους μπόγους στην πλάτη και παραμάσκαλα τα παιδιά, σαν τ’ αρνιά του τσοπάνη, που τα πηγαίνει για σφαγιό, αποκαμωμένοι απάγκιασαν στις πόλεις, που με ταχύτατους ρυθμούς μετατράπηκαν σε τερατοπόλεις. Πληθώρα «οστεοφυλάκια», που τα ονόμασαν διαμερίσματα.

Ντόπιοι μετανάστες με κλειστά μάτια, με νου ανεμοδαρμένο και χέρια απλωμένα στο άγνωστο με τις ελπίδες να κρέμονται πάνω σε ουρανόσκοινο κι όπου μπόραγε ο καθένας απάγκιωνε.

Κοντά στο τέλειωμα της νύχτας, εκεί που το σκοτάδι γίνεται σκοτεινότερο, λίγο πριν το ξημέρωμα, άντρες, γυναίκες γοργοπερπάταγαν άγνωστους δρόμους, ψάχνοντας για μεροκάματο νιόβγαλτες κοπελιές, υπηρέτριες σε σπίτια νεομικροαστών. Ο πόνος πέλαγο, τα δάκρια αναμμένα κάρβουνα κύλαγαν κατά μέσα καηματιές αγιάτρευτες και σιωπηλές.

«Αλλοίμονο», έλεγαν οι γιαγιάδες, «αν η μοίρα σε ρίξει σε χέρια πρώην πεινασμένου και κακού ανθρώπου».

[…]

Η Ξένη Μητσοβασίλη γεννήθηκε στον Παρακάλαμο Ιωαννίνων. Μετα­νά­στευσε στην Αθήνα μαζί με την οι­κο­γένειά της στα δώδεκά της χρόνια. Εργάστηκε ως νοση­­λεύ­τρια σε δημό­σια νοσοκομεία.


Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον λαϊκό μας πολιτισμό και το δημοτικό μας τραγούδι. Το πρώτο της έργο Κόκ­κινο Στάχυ είναι γραμμένο με το αί­μα της ψυχής της και αναφέρεται στον σακατεμένο μετεμφυλιακό κόσμο της υπαίθρου.


Με τα βιβλία της "Φεγγάρια στο Χώ­μα και Μαύρα Πουλιά", κλείνει η τρι­λογία του Νεοελληνικού Δρά­μα­τος από τον εμφύλιο έως το Πολυ­τεχνείο.


Στο βιβλίο της "Τιμωρία Δίχως Έγ­κλη­μα", τα φυσικά στοιχεία υποστα­σιο­ποι­ούνται και συνενώνονται με τα βά­σανα του σύγχρονου κοινωνι­κού ανθρώπου. 


Στο βιβλίο της "Τριγμός Ψυχής", πα­ρου­σιάζει το πώς ο άνθρωπος βιώ­νει την απελπισία της παρακμής. 


Στο βιβλίο "Κραυγή", αφύσικος πόνος, αγιάτρευτος απαγκιασμένος πάνω στην αφύσικη κραυγή.


Στο βιβλίο "Θ΄ ανταμωθούμε", η συγ­γρα­φέας μέσα και από τον ποιητικό της λόγο, παλεύει και προσπαθεί ν' αντέξει το παράλογο του λογικού και του λογικού το παράλογο.


Στο βιβλίο "Κραυγές & Ψίθυροι" αναρω­τιέ­ται πόσες αντοχές έχει ο άνθρω­πος; Παραπατεί, πέφτει, σηκώνεται κι ανηφορίζει.


Στο βιβλίο "Παιδιά στο φρύδι του γκρε­μού", βιώνει πόνο, αγωνία, θλί­ψη για το αύριο... Και το αύριο; 


Στο βιβλίο "Η θλίψη σου μυρίζει για­σε­μί", δρόμος γεμάτος γιασεμί...


Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τίτλο "Βράχος ασμίλευτος".

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.

ΒΙΒΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

(c) λεξίτυπον | Εμμ. Μπενάκη 36 - Αθήνα. Τηλ.: 210 3832117 & 210 3845128

Yλοποίηση: Hyper Center -