ΘΕΡΙΣΤΕΣ ΑΝΕΜΩΝ
Μέσα από λαμπρόστραφτη σκοτοδίνη, ο κόσμος κοντανασαίνοντας και ελπίζοντας έφτασε στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όσοι απέμειναν μισοζωντανοί, μια σκοτεινή δύναμη, μέσ’ την απελπισία τους, ζαλοταράχτηκε, εκείνο, εκείνο που λένε ένστικτο ζωής. Οι ελπίδες άφθονες, σκορπισμένες, γυροβόλιαζαν μέσ’ τον τρελό αγέρα, σκοτειδιασμένο αγέρα και οι ελπίδες λαμπρόστραφαν μέσ’ τα σκοτάδια, σαν αστέρια πάνω στον ουρανό. Οι λαοπλάνοι έπεσαν σα μαύρα κοράκια πάνω στ’ απελπισμένα κρανία και τα γέμιζαν με όνειρα, όνειρα τρελά, χρυσοστόλιστα, τόσο λαμπρόστραφτα που, με την ιδιαίτερα δυνατή λάμψη τους, θόλωσαν κάθε πραγματική αντικειμενική σκέψη.
Οι ελπίδες, τα όνειρα, οι σκέψεις τρέχανε σαν ορμητικά ποτάμια. Οι λαοπλάνοι, οι υπηρέτες των κεφαλαιοκρατών, αφού εξασφάλιζαν όχι μόνο τα αναγκαία προς το ζην, άλλα πολλά, πάρα πολλά εμπορεύματα. Κι όλα εκείνα που η φύση φύτεψε στον άνθρωπο, σκέψη, ψυχή, χαρά, λύπη, ηθική εξέλιξη, οι λαοπλάνοι τα έσβησαν κι άφησαν μονάχα την εξέλιξη.
Λαοί και λαοί χώθηκαν ζωντανοί κάτω απ’ τη γη, αλλά νόμιζαν πως ζούσαν πάνω στη γη, με τις ελπίδες να τους σπρώχνουν στο φρύδι του γκρεμού. Πρώτα-πρώτα άρχισαν απ’ τα ζωντανά. Εκείνα τα ζωντανά που τους κράταγαν όρθιους, εκείνα τα ζωντανά που έθρεφαν τα παιδιά τους.
Τα μακελώκοβαν, τα ψήνανε, φιλεύανε τους λαοπλάνους κι αυτοί οι άτιμοι λαοπλάνοι χορτασμό δεν είχαν. Έτρωγαν ούλα τα ψαχνά κι άφηναν τους δύστυχους να γλύφουν τ’ αποφάγια.
Τα ξημερώματα δεν άκουγες το λάλημα του κόκορα, δεν άκουγες βελάσματα, μονάχα τα γουρούνια ούρλιαζαν απ’ την πείνα, όσα είχαν απομείνει.
Οι λαοπλάνοι τον πρώτο καιρό που πήγαιναν στα χωριά ήταν λεπτοκαμωμένοι και κειό το τσαούλι τους ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα φωτός. Όμως σε λίγο χρόνο, οι λεπτοκαμωμένοι γίνηκαν κοιλαράδες σαν γκαστρωμένοι και τα τσιαούλια τους άνοιγαν με κόπο, γεμίζοντας τους χωριανούς σάλια.
Το παράλογο σκοτείνιασε τη λογική. Ηθική, αισθητική, παράδοση, αρχές ανακατεύτηκαν με άναρθρες κραυγές γενήκανε μπάχαλο. Πατέρας, μάνα, παιδιά, ούλοι ανακατεμένοι σε άναρχο στρόβιλο.
Μονάχα οι ηλικιωμένοι, όσοι απέμειναν ζωντανοί απ’ τη φρίκη του πολέμου, τύραγαν τη γενιά τους να ζουρλαίνεται, στέναζαν βαριά με το δάκρυ να στάζει σα μαύρη βροχή. Άλλοι αργοσέρονταν κατά το δείλι και άλλοι βουβοί, αμίλητοι, τύραγαν τα αλλοπρόσαλλα καμώματα της εποχής.
Οι χωριανοί μάζευαν τ’ απομεινάρια, τα δένανε σε μπόγους, μαζί με τις ελπίδες και με κείνα τα λίγα χρήματα που μάζεψαν απ’ το ξεπούλημα των χωραφιών, απ’ τα χειροποίητα υφαντά (έργα τέχνης) απ’ τα ζωντανά και ό,τι τους απόμεινε.
Πήρε ο καθένας τη στράτα της ξενιτιάς και γίνηκαν ξένοι στην πατρίδα τους. Σκόρπησαν στους πέντε ανέμους, ξένοι κι απόξενοι στη χώρα τους κι όλοι ξένοι μέσ’ τους ξένους. Κι απόμειναν χωριά έρμα, με τα νεκροπούλια να λαλούν τις νύχτες πάνω στους αποθαμένους και τα κοράκια να γυροβολιάζουν τον ουρανό σα θανατερές κορδέλες.
Ήταν οι δεκαετίες 1950-’60-’70 που ξεστράτισαν εκατοντάδες, χιλιάδες μπουλούκια-μπουλούκια απ’ όλα τα δύσμοιρα χωριά. Χιλιοπλήγωτα, πανέμορφα χωριά αποκαταστράφηκαν από τους πολεμοχαρείς πλουτοκράτες. Πρόσωπα σαν ηλιοκαμένα στάχια, με τρύπια παπούτσια, με μια-δυο αλλαξιές ρούχα, με τους μπόγους στην πλάτη και παραμάσκαλα τα παιδιά, σαν τ’ αρνιά του τσοπάνη, που τα πηγαίνει για σφαγιό, αποκαμωμένοι απάγκιασαν στις πόλεις, που με ταχύτατους ρυθμούς μετατράπηκαν σε τερατοπόλεις. Πληθώρα «οστεοφυλάκια», που τα ονόμασαν διαμερίσματα.
Ντόπιοι μετανάστες με κλειστά μάτια, με νου ανεμοδαρμένο και χέρια απλωμένα στο άγνωστο με τις ελπίδες να κρέμονται πάνω σε ουρανόσκοινο κι όπου μπόραγε ο καθένας απάγκιωνε.
Κοντά στο τέλειωμα της νύχτας, εκεί που το σκοτάδι γίνεται σκοτεινότερο, λίγο πριν το ξημέρωμα, άντρες, γυναίκες γοργοπερπάταγαν άγνωστους δρόμους, ψάχνοντας για μεροκάματο νιόβγαλτες κοπελιές, υπηρέτριες σε σπίτια νεομικροαστών. Ο πόνος πέλαγο, τα δάκρια αναμμένα κάρβουνα κύλαγαν κατά μέσα καηματιές αγιάτρευτες και σιωπηλές.
«Αλλοίμονο», έλεγαν οι γιαγιάδες, «αν η μοίρα σε ρίξει σε χέρια πρώην πεινασμένου και κακού ανθρώπου».
[…]