[…] Στο μεταξύ άρχισε κι η Δόμνα να πυκνώνει τα πηγαινέλα της στο νησί.
Με αφορμή δε τον θάνατο του Μαθιού, την πήρε ο πόνος κι ερχόταν να παρηγορήσει και να συντροφέψει τη χήρα Μαγδαληνή. Μια φορά μάλιστα κατέπλευσε με ιστιοφόρο· με τον γαμπρό και τη μικρή κόρη της. Προσωπικά, εγώ δεν έτυχε να δω το κότερο, αλλά απ’ ό,τι έμαθα μάλλον σκυλοπνίχτης ήταν!
Έφτασε, που λες, η λεγάμενη στης θείας, ντυμένη κάτι ανάμεσα σε Μανταλένα και Αλίκη στο Ναυτικό και την πήρε με το ζόρι για βόλτα με το σκάφος. Στη Μαγδαληνή δεν άρεσαν κάτι τέτοια, μα δεν θέλησε να της χαλάσει το χατίρι, ούτε να προσβάλει τους νιόπαντρους. Λίγα μίλια θα πήγαιναν κόστα-κόστα πέρα από το λιμάνι και θα έριχναν άγκυρα σε όποιο παραλιακό ταβερνάκι τους άρεσε. Γεμάτες ήταν οι ακτές από τέτοια γραφικά ταβερνάκια!
«Γιατί βρε μωρό μ’ να μην πάμε με ταξί;» αντιπρότεινε η θεία μόλις είδε το καρυδότσουφλο, μα δεν εισακούστηκε. Την πήραν σχεδόν σηκωτή και την ανέβασαν στο κατάστρωμα. Όχι, πες μου τώρα. Είναι σοβαρά πράματα αυτά; Που την πάτε μωρέ ενενήντα χρονών γυναίκα;
Άσπρισε που λες η θεία, την πότισαν ένα ουζάκι που πήγαινε με τη θαλασσινή αύρα, έλυσαν τους κάβους κι άρχισε να σταυροκοπιέται η Μαγδαληνή.
Μόλις πέρασαν τον λιμενοβραχίονα και τους έπιασε η σοροκάδα, φούσκωσε η μαΐστρα, μπάταρε από τη μια μεριά το ιστιοπλοϊκό, φεύγει η καπελαδούρα της Δόμνας στη θάλασσα, μπήζει τις στριγκλιές αυτή, τσιρίζει η Μαγδαληνή να τη γυρίσουν πίσω, γιατί θα κατουρηθεί από τον φόβο της κι επικρατεί πανδαιμόνιο!
«Άναγιαμ’ μωρό μ’, τον χάρο με τα μάτια μου είδα!» έλεγε για μέρες η θεία, μη σου πω για μήνες και για χρόνια! Τραυματική εμπειρία! Εγώ γελούσα, βέβαια, με την εικόνα και μόνο που σχημάτιζα με τη φαντασία μου. Από την άλλη, πάντως, συμμεριζόμουν και τη λαχτάρα που πήρε.
Μα καλά, της θείας δεν της έκοψε. Όλοι οι άλλοι οι αθεόφοβοι δεν σκέφτηκαν ότι έβαζαν σε μεγάλη δοκιμασία μια γριά γυναίκα;
Ωστόσο, μετά απ’ αυτό, η Δόμνα συνέχισε τις επισκέψεις της χειμώνα-καλοκαίρι, πάντα με πρόφαση να συντροφέψει για λίγες μέρες τη μοναξιά της χήρας.
«Μην ξοδεύεσαι, κορίτσι μου», της έλεγε αυτή, η άλλη όμως συνέχιζε τα πηγαινέλα. Τζάμπα έτρωγε, τζάμπα έπινε, τζάμπα κοιμόταν, όποτε μ’ ένα εισιτήριο στο κατάστρωμα, την έβγαζε ζάχαρη για μια βδομάδα!
Τι να ’κανε κι η θεία, την ανεχόταν. Είχε τις μοναξιές της η κακομοίρα, μας βαρέθηκε κι εμάς, βαρέθηκε και τις γειτόνισσες, τη βαρέθηκαν κι αυτές κι όσο να πεις, η Κλειώ και το υπόλοιπο σόι της Αθήνας ήταν πιο καλοδεχούμενο.
Ωστόσο, κάποια φορά δεν άργησε να γίνει το κακό! […]