Εἶναι κάτι πελώρια γεγονότα, πού δημιουργεῖ ἡ Ζωή καί κανένας, μά λαός εἶναι, μά ἄτομο εἶναι, δέ γίνεται νά ξεφύγει τήν καταθλιπτική τους παρουσία. Τά γεγονότα αὐτά στέκουνται σάν ἀχαμογέλαστες δικαστικές μορφές καί κρίνουν αὐστηρά καί τελεσίδικα τίς ἀξίες, πού πιστεύουμε, ἤ πού θέλουμε νά δείχνουμε πώς πιστεύουμε, γιά ἄρτον τῆς ψυχῆς μας καί γιά οὐσιαστικό περιεχόμενο τοῦ ἠθικοῦ μας ὀργανισμοῦ.
Ἕνα τέτοιο κολοσσιαῖο γεγονός εἶναι γιά τήν Ἑλλάδα καί γιά τούς Ἕλληνες, ὡς φυλή καί ὡς ἄτομα, τοῦτος ἐδῶ ὁ πόλεμος, πού ἀποτελεῖ τόν ὑπέρ πάντων ἀγῶνα. Στάθηκε μπροστά στόν Ἑλληνικό λαό σάν πρόβλημα ἠθικό καί μαζί σάν πρόβλημα βιολογικό, καί περίμενε τήν ἀπάντησί του στά τρομερά του ἐρωτηματικά. Ὄχι γιά νά κριθεῖ, μόνο γιά νά κρίνει. Ὁ Ἑλληνικός λαός – ἡ μεγάλη μάζα πού ἀποτελεῖ τόν ὄγκο τῆς φυλῆς – ἀπάντησε καί ἀπαντᾶ μέ τόν τρόπο πού ξαίρουμε. Μέ τόν τρόπο, πού βλέπει ὁλάκερος ὁ πληθυσμός τῆς Γῆς καί στέκεται καί ἀπορεῖ.
Ἡ ἀπάντησι εἶναι αὐτό πού κάνουν οἱ μικροί μας στρατιῶτες στά βουνά τῆς Ἀρβανιτιᾶς. Ἐκεῖ ἡ φλόγα τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς περνᾶ σάν ποτάμι φωτιᾶς μέσα ἀπό τίς χιονισμένες χαράδρες, τυλίγει μέ τήν πυρκαϊά της τά κρουσταλιασμένα βουνά, καταργεῖ τόν πόνο τῆς σάρκας, τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, τό ὅριο τῆς ἀντοχῆς στήν καρδιά, στό νοῦ καί στά νεῦρα. Καταργεῖ ἀκόμα τίς ἀναλογίες τῶν φυσικῶν δυνάμεων πού ἀνταγωνίζουνται, καταργεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ κορμιοῦ, ἀγνοεῖ ὁλότελα τό κορμί καί περνᾶ, κυριαρχική καί ἀκατανίκητη, πάνω ἀπό ὅλα ὅσα πιστεύουμε ὡς φυσιολογικά ἀπαραίτητα γιά τόν ὑλικό καί γιά τόν ψυχικό μας ὀργανισμό.
Τό ἀποτέλεσμα εἶναι καταπληχτικό γιά φίλους καί γιά ἐχθρούς. Μιά παντοδύναμη αὐτοκρατορία, φτιασμένη στίς ὕψιστες κορυφές τῶν πολεμικῶν της προετοιμασιῶν καί τῆς ψυχικῆς μέθης, πού φέρνει ἡ ἐπίγνωση τῆς ὑλικῆς δύναμης, τρίζει καί κινδυνεύει νά σωριαστεῖ σέ ἐρείπια, κάτω ἀπό τά φοβερά χτυπήματα πού τῆς κατεβάζει μιά φούχτα ἁγίων, πού ξεκίνησαν ἀπό ζευγάδες καί θαλασσινοί καί ἔγιναν πολεμιστές καί σταυροφόροι τοῦ φυλετικοῦ των πολιτισμοῦ. […]
[…] Τό τραῖνο περνάει τό μεγάλο Ἑλληνικό κάμπο. Μπροστά στό κατεβασμένο κρύσταλλο τοῦ διαδρόμου ὁ παγωμένος ἀγέρας ἔρχεται εὐχάριστα στό πρόσωπο. Ὁ οὐρανός εἶναι γεμάτος ἀστερισμούς, πού λαμποκοποῦν καί ταξιδεύουν μέσα στή γεναριάτικη νύχτα πάνω ἀπό τά φτωχόσπιτα, πάνω ἀπό τίς ἀχυροκαλύβες, πάνω ἀπό τή βασανισμένη γῆ, πού κοιμᾶται κάτω ἀπό χιόνι. Κάποτε ὁ οὐρανός, πού γιόμισε ἀπό ἐλαφρά σύννεφα, σέρνει πρός τό μέρος τῆς ἀνατολῆς μιάν ἀνταύγεια βυσσινιά. Ἡ βαφή αὐτή εἶναι πηχτή καί ἔντονη, σά μιά κόκκινη πληγή πού ἄνοιξε καί ματώνει τά πάντα.
Τώρα ὅλα εἶναι καθάρια ἔξω ἀπό τό ἀνοιχτό κρύσταλλο. Τά κοντινά δεντράκια σηκώνουν ἀνάλαφρη τή σιλουέττα τους, τά σπιτόπουλα σιωποῦν κάτω ἀπό τό χιόνι. Μερικές καμινάδες καπνίζουν. Καί ὁ κάμπος, οἱ στέγες, τά χαμοβούνια στόν ὁρίζοντα, ὅλα εἶναι κοκκινωπά ἀπό τή μαρμαρυγή τῆς ἀνατολῆς ὅπως ἀντανακλᾶται πάνω στή χιονισμένη ἔκταση.
Εἶναι μιά χειμωνιάτικη, μιά βυσσινόχρωμη αὐγή τοῦ πολέμου. Ὅμως ξεθωριάζει σύντομα. Ξεβάφει τό χιόνι, ὁ οὐρανός ξανοίγει, πληθαίνει τό φῶς. Τό τραῖνο περνᾶ κοντά σέ χωριουδάκια μέ σπιτάκια σπαρμένα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ μέσα στή λάσπη. Τό ἕνα νά φωνάζει, τό ἄλλο δέ θά τἀκούσει. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι καί ζοῦν τίς λασπωμένες, τίς χιονισμένες νύχτες τοῦ χειμώνα τους τόσο ἀπομονωμένοι, τόσο χώρια ὁ ἕνας ἀπ’ τόν ἄλλο; Θἆναι πολύ ἄχαρη καί πολύ βασανισμένη ἡ ζωή τῶν ξωχαρέων τούτων κάτω ἀπό τή φορτωμένη στέγη, πού εἶναι τόσο χαμηλή πάνω ἀπό τό κεφάλι τους. […]
[…] Πιστεύω πώς μέσα στίς ἀναμφισβήτητες ὀργανωτικές καί δημαγωγικές ἱκανότητες, πού ἀνέβασαν τόν Ἰταλό διχτάτορα στήν κορυφή τῆς σύγχρονης ἰταλικῆς ἱστορίας, ὑπάρχει μιά πλευρά τῆς παράξενης ψυχοσυνθέσεώς του, πολύ ἐνδιαφέρουσα γιά ἕναν ἐρευνητή. Ὁ Μουσσολίνι βέβαια εἶνε ἕνα τοπικό δεῖγμα τοῦ ἐπιδεικτικοῦ καί διακοσμητικοῦ πνεύματος, πού χαρακτηρίζει τόν ἰταλικό λαό. Ὑπάρχει μέσα του πολλή ὄπερα καί πολλή κορώνα. Τόσα χρώματα, τόσες ταινίες σταυρωτά στό στῆθος, τόσες φοῦντες στή μέση καί στά σκουφιά, τόση θεαματικότητα στά βαδίσματα, στίς στολές, τόσος ρητορισμός στίς πολιτικές ἀγορεύσεις καί στά πολεμικά του συνθήματα.
–Guerra e amore!
Εἶνε γραμμένο πάνω στά τσακισμένα φτερά τῶν ἀεροπλάνων του. Εἴδαμε πῶς ἔκαμαν τό guerra τους. Θά σᾶς ἐκθέσω σέ ἄλλη ἀνταπόκριση τόν τρόπο, που ἔκαμαν καί τό amore.
Μέσα στό Μουσσολίνι ὑπάρχει πολύ κακοχωνεμένη ρωμαϊκή ἱστορία τοῦ δημοδιδασκάλου, πού ἔγινε Καίσαρας.
Ὑπάρχει ἀκόμα πολύ εὔκολη κοινωνιολογική φιλοσοφία, πού τοῦ τήν ἄφισε ἡ θητεία του στόν κομμουνισμό. Ὑπάρχει τέλος πολύ κακή λογοτεχνία.
Ὁ Μουσσολίνι εἶνε ἕνας ἀνόητος λογοτέχνης, πού τόν ἄφισε κατάπληκτον ἡ ποίηση τοῦ Νίτσε. Αὐτός ὁ στιβαρός χωριάτης μέ τό τερατῶδες κεφάλι καί τά κοντά, προλεταριακά πόδια, ἔχει μέσα του τό ὑπερφυσικό ἔμβρυο τοῦ γερμανικοῦ Ὑπερανθρώπου καί τό μεγάλο καημό νά ἐκφραστεῖ λογοτεχνικά μέσα στήν πολιτική ρητορική καί στήν ἱστορική δρᾶσι. Τό βίβερε περικολοζαμέντε, πού τό σήκωσε μαζί μέ τά ρωμαϊκά ραβδιά καί τσεκούρια, σά σύμβολο τῆς ζωῆς του, καί τή ζωή του ἤθελε νά τήν κάνει ζωή τῆς φυλῆς του, ξεσκεπάστηκε σάν καθαρά λογοτεχνικός βερμπαλισμός, μόλις βρέθηκε στά στενά, ἀνάμεσα στή μικρή Ἑλλάδα καί στήν ἐμπρησμένη Ἀγγλία. Ἀντί νά χαρεῖ τήν ἡδονή τοῦ κινδύνου, πάτησε τίς φωνές, γυρεύοντας ἀπό τή Γερμανία νά τόν βγάλει ἀπό τή vita pericolosa πού τοῦ δημιούργησε ἕνας μικρός λαός μέ ἐλάχιστα ὅπλα καί πελώρια ψυχή. Ἐμεῖς ζοῦμε ἐπικινδύνως ἀπό τό Εἰκοσιένα, καί ποτές δέν τό κάναμε τούμπανο. […]