Εισαγωγή
Όταν στη δεκαετία του ’80 μάζευα από τους συμπατριώτες μου της Νέας Μάκρης το υλικό μου για τα «Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας» που εκδόθηκαν το 1988, γνώριζα ότι είχα μπει σε ένα αγώνα δρόμου, να προλάβω να περισώσω ό,τι μου ήταν δυνατόν από ένα στην κυριολεξία θησαυρό που χανόταν, και ότι επίσης ο δρόμος αυτός της «συλλογής λαογραφικής ύλης» δεν έχει τέλος.
Το πρώτο το γνώριζα καλά, γιατί έβλεπα να χάνεται από τη μια μέρα στην άλλη μαζί με τους «βασανισμένους πληροφορητές μου» όπως γράφει στα «Παραμύθια» μας η Καλλιόπη Μουσαίου - Μπουγιούκου. Το άλλο όμως, ότι ο δρόμος αυτός δεν έχει τέλος, φαίνεται πως δεν το γνώριζα ακόμα.
Το έμαθα μετά, συλλέγοντας, ερευνώντας και διασταυρώνοντας τα «αντικείμενα» της έρευνάς μου λέξεις και λήμματα, για το «Λεξικό Μάκρης και Λιβισίου» (ερμηνευτικό - ετυμολογικό - ιστορικό - λαογραφικό κλπ.) που καταρτίστηκε με βάση το λεξιλόγιο του ΜακρηνοΛιβισιανού Ιδιώματος, και βρίσκεται υπό έκδοσιν.
Πραγματικά αυτός ο δρόμος φαίνεται να μην έχει τέλος, γιατί πάντοτε σε μια τέτοια έρευνα μνήμης και καταγραφής υπάρχουν πλευρές που όσο ψάχνεις τόσο τις ανακαλύπτεις ή τις αξιολογείς, ενώ οι πηγές σου κάποτε χάνονται ή στερεύουν χωρίς να το περιμένεις.
Από την έρευνα που έκανα από το 1988, μετά την έκδοση των «Λαογραφικών» ως σήμερα, σχεδόν μια εικοσαετία, διαπίστωσα ότι πολλά πράγματα είχαν μείνει έξω, όχι μονάχα από αυτά, αλλά και έξω από τα κλασικά για μας, το «Λυβήσι και Μάκρη» (1964) του Κων/νου Λαμέρα, και τα «Παροιμίες» (1961) και «Παραμύθια» (1976) της Καλλιόπης Μουσαίου - Μπουγιούκου.
Τα «Λαογραφικά Σύμμεικτα Μάκρης και Λιβισίου Μ. Ασίας και Νέας Μάκρης Αττικής» έρχονται να προστεθούν στα «Λαογραφικά» του 1988 και κατά κάποιο τρόπο να τα συμπληρώσουν. Και αναφέρονται τόσο στην Παράδοση (ιστορία - λαογραφία) του Λιβισιού και της Μάκρης Μ. Ασίας (Α΄ Μέρος) όσο και στα της Νέας Μάκρης (ιστορία - λαογραφία) σαν συνέχεια εκείνης, αλλά και στη δημιουργία μιας νέας, κάτω από άλλες συνθήκες μέσα στα 80 περίπου χρόνια της ιστορίας της (Β΄ Μέρος).
Είναι πράγματα που μάζεψα από τους ΝεοΜακρηνούς συμπατριώτες μου της πρώτης και δεύτερης γενιάς τα περισσότερα, και άλλα που βρήκα δημοσιευμένα σε περιοδικά και προπαντός σε εφημερίδες που ελάχιστοι πρέπει σήμερα να κατέχουν, φύλλα ή αντίτυπά τους.
Αυτά που δεν έχουν βγει σε βιβλία θεώρησα ότι είχα δικαίωμα να τα χρησιμοποιήσω, και τους συγγραφείς τους να τους θεωρήσω πληροφορητές μου ακριβώς όπως εκείνους με τους οποίους είχα προσωπική επικοινωνία στη Νέα Μάκρη, αναφέροντας το όνομα του καταγραφέα, τον τίτλο του εντύπου, αριθ. φύλλου και ημερομηνία δημοσίευσης.
Πάνω σ’αυτό έχω να παρατηρήσω ότι εκτός από τον Κων/νο Λαμέρα και την Καλλιόπη Μουσαίου – Μπουγιούκου στους οποίους ο μεγάλος Δάσκαλος Μιχαήλ Μουσαίος στάθηκε πρότυπο, εμπνευστής και οδηγός, με την ιστορία και τη λαογραφία μας ασχολήθηκαν και άλλοι μεταγενέστεροι, που με ζήλο, γνώση και αγάπη, και πολύ με πόνο, θέλησαν να αφήσουν κάτι για την πατρίδα των προγόνων μας που κάθησαν και έγραψαν, αλλά αυτές οι μνήμες και οι καταγραφές δεν βγήκαν σε βιβλίο. Είδαν όμως το φως σε δημοσιεύσεις στις εφημερίδες των Συλλόγων μας την περίοδο 1956 - 1967 «Η Μάκρη», «Η Φωνή του Λιβισιού και της Μάκρης», και «Λιβίσι». Αυτοί είναι οι δάσκαλοι Σάββας Πασχαλίδης και Αυγερινός Πανηγύρης, ο γιατρός Αγγελος Τσακίρης, ο Νικόλαος Εμμ. Καραγεωργίου, η Βαρβάρα Δαμιανού, Δέσποινα Ζαμπάκη, Μαρία Σαράφη, Αδαμάντιος Σκυφτός κ.ά. και βέβαια ο δικηγόρος Αντώνης Τζιζής, του οποίου η συμβολή στην εγκατάσταση και ίδρυση της Νέας Μάκρης ήταν ουσιαστική και οι σχετικές δημοσιεύσεις του στο «Λιβίσι» πολύτιμες.
Από τις δημοσιεύσεις αυτές στοιχεία και καταγραφές έχουν περιληφθεί στα «Σύμμεικτα» με τη σχετική αναφορά προέλευσης της πηγής.
Εκτός των παραπάνω, και ο Ιωσήφ Χ. Χαριτωνίδης, φιλόλογος, φαίνεται να έχει ασχοληθεί με τα λαογραφικά και την ιστορία των προγόνων μας και κυρίως με τη γλώσσα, το ΜακρηνοΛιβισιανό Ιδίωμα δηλ. στο βιβλίο του «Περί της Λιβισιανής Διαλέκτου» όπως αναφέρεται στο δοκίμιο «Το Ιδίωμα του Λιβισιού της Λυκίας» Αθήνα 1961 του Καθηγ. Νικολάου Ανδριώτη. Θα ήταν παράλειψη επίσης να μην αναφέρουμε και εδώ το «Μάκρη και Λιβίσι Μ. Ασίας» (1986) του Νικολάου Εμμ. Καραγεωργίου, όπως και τα δημοσιεύματα του ιδίου στο Δελτίο του Κ.Μ.Σ. «Από τη Μάκρη της Μικρασίας στη Νέα Μάκρη Αττικής» (1977) όσο και στις εφημερίδες «Η Μάκρη» και «Λιβίσι» που περιέχουν πολύτιμα ντοκουμέντα για την ιστορία και τη λαογραφία μας.
Όλα αυτά τείνουν και από πολλές πλευρές να καταδείξουν ότι στη συνείδηση των μικρασιατών προγόνων μας, ο μικρός εκείνος τόπος της χαμένης πατρίδας στην εσχατιά των ΝΔ παραλίων της Μ. Ασίας ήταν μοναδικός, και ότι η αγάπη τους γι’ αυτόν διάπυρη και διακαής, μια αγάπη όμως που ενώ φανερώθηκε σε ατομικό, προσωπικό επίπεδο, ουδέποτε εκδηλώθηκε συλλογικά, που είναι και αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά της ιδιαιτερότητάς μας.
Έχω γράψει ότι το Λιβίσι και η Μάκρη ήταν δυο δίδυμες Κοινότητες «κλειστές» λαογραφικά, και ότι όσα έφεραν από εκεί οι ξεριζωμένοι πρόγονοί μας δεν μπόρεσαν να ριζώσουν εδώ, για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι ότι εδώ άλλαξαν τελείως οι συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε εκεί ο πολιτισμός αυτός.
Όμως, στη Νέα Μάκρη, ο «κλειστός» αυτός κοινοτικός χαρακτήρας διατηρήθηκε, τουλάχιστον για τις δυο πρώτες γενιές των ΝεοΜακρηνών, και η Παράδοση συνεχίστηκε μέχρι το 1960-1970 περίπου (κατά την «αγροτική», την α΄ φάση της εξέλιξής της, από το 1923-1960, όπως τη χαρακτηρίζω στην «Ιστορία της Νέας Μάκρης» που ετοιμάζω επίσης).
Διατηρήθηκε κατά ένα τρόπο σπάνιο και μοναδικό, ενώ σε άλλους Συνοικισμούς ανά την Ελλάδα (Βύρωνα, Καισαριανή, Κοκκινιά, Αιγάλεω, Πλατανάκι Θηβών, Νέον Λιβίσιον Ωρωπού, Ιτέα, Άμφισα, Γαλαξείδι, Λάρισα κ.ά.) όπου είχαν εγκατασταθεί ΜακρηνοΛιβισιανοί, οι πληθυσμοί γρήγορα εξομοιώθηκαν με τους άλλους μικρασιάτες και τους γηγενείς, με αποτέλεσμα γρήγορα να χάσουν τον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητές τους.
Γι’ αυτό δεν είναι παράξενο, είναι πολύ φυσικό, το γεγονός ότι τόσο ο Κων/νος Λαμέρας τον καιρό της Κατοχής 1941-1944, όσο και η Καλλιόπη Μουσαίου - Μπουγιούκου τη δεκαετία του ’50 να αναζητήσουν τους πληροφορητές τους στη Νέα Μάκρη.
Ομολογώ ότι από αυτή την πλευρά κι εγώ από μέρους μου, υπήρξα πολύ τυχερός με το να έχω γεννηθεί και να ζω στη Νέα Μάκρη, ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, γείτονες και συμμαθητές που κρατάνε την Παράδοση και που θυμούνται.
Αυτούς όλους, που τους θεωρώ συνεργάτες αυτού του βιβλίου, θέλω και από αυτή τη θέση να ευχαριστήσω.