Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια προσέγγιση
της έννοιας της διδασκαλίας ως performing action. Συγκεκριμένα μελετώνται οι
δυνατότητες να εξελιχθεί ένας εκπαιδευτικός σε έναν performer, σε σημείο που με
τις πολλαπλές ενέργειές του εντός της αίθουσας να μπορεί να προσελκύει, για όση
ώρα χρειαστεί, το ενδιαφέρον των μαθητών του.
Αναλύονται, λοιπόν, έννοιες όπως κίνηση
χεριών-σώματος, ανάσες, βλέμματα, φωνή, επαφές κάθε είδους με μαθητές, χρήση
εποπτικών μέσων, κατανομή χρόνου κ.ά. Εξετάζεται το τι πρέπει να αποκτήσει ως
εφόδια ο εκπαιδευτικός ώστε να καταστεί ελκυστικός την ώρα της διδασκαλίας,
προκειμένου αφενός να γίνονται κατανοητά όσα λέει από όσους τον ακούν ή βλέπουν
και αφετέρου να μην τους κουράζει στη διάρκεια των εισηγήσεών του.
Η διδασκαλία εδώ εννοείται σαν μια
performance, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διδάσκων οφείλει να κάνει ό,τι
μπορεί ώστε να αποτελέσει πόλο έλξης για τους φοιτητές/ακροατές/θεατές του.
Δηλαδή αφενός να μάθουν όλα όσα υπάρχουν στη διδακτέα ύλη, αλλά και να μην
κουραστούν παρακολουθώντας τον.
Το ανά χείρας βιβλίο, λοιπόν, χωρίζεται
σε τρεις μεγάλες ενότητες:
α. Τα οργανωτικά ζητήματα, που
διακρίνονται σε γενικά –όλου του έτους ίσως και όλης της καριέρας ενός
καθηγητή– και ειδικά σε ένα μάθημα ή μια μικρή σειρά μαθημάτων.
β. Τις ανθρώπινες σχέσεις του
δασκάλου/καθηγητή με τους μαθητές/φοιτητές του εν ώρα μαθήματος.
γ. Τα σωματικά δεδομένα ενός
καθηγητή/δασκάλου σε μια αίθουσα –σε αυτά περιλαμβάνονται και τα περί φωνής,
βλεμμάτων, αναπνοών, ένδυσης κ.λπ.
Έτσι, οι σελίδες που ακολουθούν χωρίζονται
σε τρία μέρη, τα οποία έχουν τους εξής τίτλους:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Προγραμματισμός και οργάνωση
μαθήματος.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
Σχέσεις του εκπαιδευτικού με τους φοιτητές.
ΜΕΡΟΣ
ΤΡΙΤΟ: Η φυσική παρουσία του εκπαιδευτικού μέσα στην αίθουσα. […]
[…] Το να μετατραπεί ένας διδάσκων σε
έναν show-man δεν είναι εύκολη υπόθεση. Απαιτεί έξοχες υποκριτικές δυνατότητες,
φαντασία στην κίνηση και τον λόγο και, κυρίως, σωματική αντοχή, μια και άλλο
είναι το να διδάσκεις μετωπικά (πολλές φορές διαβάζοντας μέσα από ένα βιβλίο ή
lap-top) και άλλο το να υποδύεσαι περισσότερους του ενός ρόλους και να κινείσαι
σε μια αίθουσα. Πολλοί παιδαγωγοί λένε ότι το να διδάσκεις ισοδυναμεί με ένα
είδος θεατρικής υπόδυσης κι αυτό είναι σωστό, μια και αλλιώς συμπεριφέρεται
ένας δάσκαλος στο σπίτι του και αλλιώς στην τάξη (Τσιάμης:
2017). Όμως σΆ αυτή την περίπτωση πρόκειται για έναν ρόλο, πράγμα σύνθετο, πολύπλοκο και
απαιτητικό. Σημειωτέον ότι εδώ μπορούμε να έχουμε εφαρμογή τεχνικών
δραματοποίησης (Σέξτου: 1998) μια και, σύμφωνα με
τους θεατρικούς κανόνες, δράμα (=δράση θεάτρου) έχουμε ακόμη κι όταν υπάρχει
μόνον ένας ηθοποιός επί σκηνής.
Τι ρόλο παίζει η ηλικία και η σωματική
κατάσταση των δασκάλων και καθηγητών; Πολλοί λένε ότι η μεγάλη ηλικία είναι
εμπόδιο για ένα αποτελεσματικό μάθημα, άλλοι πάλι λένε ότι αυτή συνοδεύεται από
την εμπειρία, η οποία αντισταθμίζει την έλλειψη σωματικής και πνευματικής
δύναμης. […]
Υπάρχει ο
ορισμός «lecture performance» που ακούγεται ή διαβάζεται τα τελευταία
χρόνια όλο και πιο συχνά. Η διδασκαλία, κατά μια έννοια, είναι μια θεατρική
Τέχνη. Τα όρια μεταξύ Τέχνης και Παιδαγωγικής είναι σε πολλές περιπτώσεις
δυσδιάκριτα.
Οι γνωστές και συνηθισμένες μορφές
διαλέξεων και μαθημάτων σήμερα τείνουν να αντικατασταθούν από θεατρικούς
τρόπους διδασκαλίας, που έχουν ως αποτέλεσμα την προσωπική, ενεργή, και
ταυτόχρονα πιο αντιληπτή από τους μαθητές μετάδοση της γνώσης (Τσιάμης: 2017). Παράλληλα σε καλλιτεχνικές solo
performances (τους περίφημους θεατρικούς μονόλογους) συναντάμε όλο και
συχνότερα την παιδαγωγική διάσταση, δηλαδή διάφορες μορφές διδασκαλίας, ως
αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής εργασίας ή τουλάχιστον τη διάθεση
αναζήτησης μιας καινούριας γνώσης.
Στη solo
performanceπεριλαμβάνονται το αρχικό θέμα, η ιδέα, η ανάλυση, ο απλός αυτοσχεδιασμός, η
δυναμική ενέργεια, η σύνθεση των επί μέρους και η τελική παράσταση (Bigge-Shermis, 2012: 66). Περιλαμβάνονται επίσης η
απόκτηση μεθόδων εργασίας που αφορούν στο καθένα από αυτά, αναπτύσσοντας τη
δημιουργικότητα και τον επαγγελματισμό του εκπαιδευτικού.
Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω, μπορούμε να
εξετάσουμε τη συσχέτιση αυτών των αρχών στη δημιουργία μιαςlecture performance, δηλαδή στην οργάνωση ενός μαθήματος ή μιας
εκπαιδευτικής δράσης με πρακτικό χαρακτήρα, επικεντρωνόμενοι στην παιδαγωγική
τους διάσταση και στις ιδιαίτερες απαιτήσεις τους. […]
[…] Δυο είναι οι πιθανές γενικές οδοί
του εγχειρήματος να γίνει το κάθε μάθημα ελκυστικό: α) ο ίδιος ο δάσκαλος ή
καθηγητής, μόνος του, να χρησιμοποιεί θεατρικές τεχνικές για τη μετάδοση ενός
μαθήματος, β) οι ίδιοι οι μαθητές, με δική τους πρωτοβουλία μεν, αλλά και με
την προτροπή και υποβοήθεια του δασκάλου, να χρησιμοποιούν θεατρικές τεχνικές
για να μάθουν ένα μάθημα (Σέξτου, 1998). Οι δύο
αυτές οδοί είναι πιθανόν να διασταυρωθούν κάποια στιγμή στη διάρκεια μιας
σχολικής χρονιάς –δηλαδή να χρησιμοποιούν το θέατρο ως στήριγμα διδασκαλίας και
ο δάσκαλος και οι μαθητές– όμως για λόγους καλύτερης κατανόησης των όσων
γράφονται εδώ, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ξεχωριστά τις δύο αυτές
περιπτώσεις.
Στην πρώτη, ο δάσκαλος μετατρέπεται σε
έναν showman, έναν ηθοποιό επιπέδου one-man-show και υποδύεται περισσότερο από
ένα ρόλους, όσους απαιτεί το κάθε μάθημα ή όσους ο ίδιος νομίζει ότι
απαιτούνται για την βέλτιστη κατανόηση του μαθήματος εκ μέρους των μαθητών (Παπαδόπουλος, 2007: 41). Είναι φυσικό ότι δεν είναι
εύκολο, ακόμη και σε ταλαντούχους επαγγελματίες ηθοποιούς, να παίζουν
αυτοσχεδιαστικά πάνω σε κείμενα μη θεατρικά. Έτσι γίνεται ολοφάνερη η ανάγκη να
μετατραπούν τα σχολικά κείμενα σε θεατρικά, δηλαδή με την εισαγωγή διαλόγων ή
δραματικών καταστάσεων ή την εξ ολοκλήρου νέα συγγραφή καινούργιων σχολικών
κειμένων, ειδικά γραμμένων για τη θεατρική τους απόδοση (Γραμματάς,
2003: 442). Αυτές οι συγγραφικές απόπειρες πρέπει φυσικά να αναληφθούν
από πεπειραμένους θεατρικούς και παιδαγωγούς συγγραφείς, μετά από συνεννόηση με
το Υπουργείο Παιδείας.
Στο θέμα της ειδικής εκπαίδευσης των
καθηγητών για τη διδασκαλία εντός της αίθουσας, αναρωτιόμαστε τι θα μπορούσε να
γίνει από πλευράς τόσο των Σχολών, όσο και από τους ίδιους τους φοιτητές ώστε
να γίνουν πολύ καλοί στη διδασκαλία (Altrichter – Posch –
Somekh, 2001: 228). Οι λεγόμενες καθηγητικές Σχολές μέχρι σήμερα
περιορίζονται στο να διδάσκουν θεωρητικά τις αρχές της Παιδαγωγικής, μέσα από
βιβλία και κείμενα. Οι δε φοιτητές-αυριανοί καθηγητές ή δάσκαλοι δεν κάνουν
τίποτε για να βελτιωθούν, θα λέγαμε μάλιστα πως δεν αντιλαμβάνονται το σε ποιο
επάγγελμα θα εργάζονται σε λίγο καιρό (θα έχουν μεγάλες δυσκολίες ακόμη και στο
να κοιτούν στα μάτια τους μαθητές ή φοιτητές τους εν ώρα μαθήματος).
Σαν ξεκίνημα, η πρώτη ενέργεια θα έπρεπε να γίνει με ειδικά μαθήματα
παιδαγωγικής όπου οι φοιτητές θα παίρνουν τη θέση του καθηγητή και θα
διδάσκουν, παρουσία ενός ειδικού παιδαγωγού, ώστε να βελτιωθούν σαν οντότητες
μέσα σε μια αίθουσα. […]