Μουσαίος Μιχαήλ

Μουσαίος Μιχαήλ

Ό,τι πολιτιστικό έργο έγινε στο Λιβίσι του 19ου αιώνα οφείλεται στην προσπάθεια, στην παρότρυνση, στην αδάμαστη θέληση και επιμονή του Μιχαήλ Μουσαίου.

Γιος του φτωχού Γιάννη Κωνσταντίνου Καραγιάννη, ο Μουσαίος έμαθε τα πρώτα γράμματα από καλογήρους. Ο πατέρας του, πουλώντας το γάιδαρο του και με μικρή βοήθεια Αλεξανδρινού καλογήρου, τον έστειλε στη Ρόδο για σπουδές. Πριν ο χρόνος περάσει πεθαίνει ο πατέρας του και ο Μουσαίος επιστρέφει στο Λιβίσι. Ο Μητροπολίτης Πισιδίας τον παίρνει γραμματέα του για τις περιοδείες του. Ο Μουσαίος μελετά συστηματικά, εντατικά και ακούραστα. Αγοράζει με το υστέρημα του, από μία χήρα γιατρού, μια πλούσια βιβλιοθήκη και η μελέτη γίνεται βίωμα και σκοπός ζωής. Παράλληλα μαθαίνει βυζαντινή μουσική και τουρκική γραφή. Πέρασαν τρία χρόνια. Ο Μητροπολίτης τον παρακαλεί να πάει δάσκαλος στο Λιβίσι.

Επιστρέφει στην πατρίδα του και διδάσκει στο σχολείο. Στην Εκκλησία ψάλλει και εξηγεί τον Απόστολο, αναπτύσσει το Ευαγγέλιο. Στο καφενείο ψέγει και καυτηριάζει τις κακές πράξεις. Ο ίδιος, ακέραιος χαρακτήρας, αγνός, αψεγάδιαστος, ουδέποτε ψεύδεται, πάντα δίκαια κρίνει. Οδηγεί και συμβουλεύει. Όλοι σ’ αυτόν καταφεύγουν. Προτιμά την πικρή αλήθεια από την ψεύτικη κολακεία. Οι κοτζαμπάσηδες ενοχλούνται και ζητούν από το Δεσπότη να φύγει ο Μουσαίος. Ο Δεσπότης ξέρει ποιος είναι ο Μουσαίος και ξέρει καλά τα έργα των άλλων. Καλεί γενική συνέλευση. Κανείς Λιβισιανός δε λείπει από τη σύναξη. Η σεβάσμια μορφή του Δεσπότη μέσα σε απόλυτη σιγή εξηγεί στο πλήθος το αίτημα των κοτζαμπάσηδων, και λέει: «Όσοι θέλουν να φύγει ο Δάσκαλος, να μείνουν όρθιοι κι όσοι θέλουν να μη φύγει ο Δάσκαλος να καθίσουν κάτω». Ελάχιστοι μένουν όρθιοι, είναι τα όργανα των κοτζαμπάσηδων. Όταν το πλήθος έφυγε ο Δεσπότης λέει στους κοτζαμπάσηδες «Νομίζω πως εσείς πρέπει ν’ αλλάξετε και να μη βαρύνετε το λαό!».

O Mιχαήλ Μουσαίος νυμφεύτηκε την Βαρβάρα θυγατέρα του άρχοντα Ακ Βασίλη και απέκτησε 6 παιδιά (Βασίλειο, Πλάτωνα, Δέσποινα, Ελένη, Ειρήνη, Δωροθέα).

Οι Καστελορίζιοι του προσφέρουν 120 εικοσόφραγκα και δώρα πολλά για να πάρουν στο Καστελόριζο το Δάσκαλο, μα ο Μουσαίος δεν δέχεται και απαντά: « Η Πατρίς μου διψά και έχω υποχρέωσιν να την υπηρετήσω». Το Λιβίσι του έδιδε 50 εικοσόφραγκα το χρόνο σε είδος και χρήματα.

Γιατρό δεν είχαν στο Λιβίσι, και σε ένα τυχαίο περιστατικό με τις γνώσεις του σώζει ένα ετοιμοθάνατο παιδάκι. Ύστερα από αυτό, όλοι οι άρρωστοι τον καλούν, μα ποτέ δε δέχεται αμοιβή. Ακούραστος και πάντα ακέραιος προσφέρεται, διδάσκει, καθοδηγεί. Οι συνειδήσεις αφυπνίζονται, το πνευματικό επίπεδο βρίσκεται σε συνεχή άνοδο. Οι μαθητές του φεύγουν στο εξωτερικό για σπουδές. Η κωμόπολη του Λιβισιού, η μικρή αυτή μικρασιατική γωνιά που ζώνεται ολόγυρα από τούρκικα χωριά, που δεν έχει μιναρέ και Τούρκο κάτοικο, γεμάτη εκκλησιές και ξωκλήσια, γίνεται κέντρο πνευματικό.

Με αγαλλίαση υποδέχεται τον πρώτο γιατρό. Αρνείται να πάει σε άρρωστο όταν τον καλούν: «Τώρα έχετε γιατρό, εγώ μπορεί να σας βλάψω». Έρχεται και πρώτος πτυχιούχος δάσκαλος και αμέσως παραδίδει τη διεύθυνση του σχολείου, γιατί θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο!

Ελεύθερος πια έρχεται στην Αθήνα για να πάρει και εκείνος το δίπλωμά του! Ο καθηγητής Μητσόπουλος τον εξετάζει και μένει κατάπληκτος από τις γνώσεις του. Ήξερε όλη την Ιλιάδα απ’ έξω, είχε μελετήσει και άλλους αρχαίους συγγραφείς. Οι φοιτητές και πρώην μαθητές του τον τιμούν με το συμβολικό όνομα «Μουσαίος». Το ψήφισμα φέρει 30 υπογραφές μαθητών του που αργότερα έγιναν εκλεκτοί και διαπρεπείς επιστήμονες.

Επιστρέφει στο Λιβίσι και πάλι παίρνει στα χέρια του τη διεύθυνση του σχολείου. Εκδίδει το βιβλίο του «Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβισιανής διαλέκτου», Αθήναι 1884. Θεωρεί τη διάλεκτο βάρβαρη και αποτρέπει τη χρήση της. Ωστόσο προσπαθεί να την αποδώσει με ακρίβεια στο βιβλίο του, που έτσι μένει πολύτιμο βοήθημα για τη μελέτη της γλώσσας και του πολιτισμού των Λιβισιανών. Καταγράφει τα ήθη και έθιμα, τα μνημεία του λόγου και μέρος των χειρογράφων του στέλνει στο σύλλογο «Κοραής» και ο καθηγητής Γ. Χατζιδάκης τον προτρέπει να εκδώσει και το δεύτερο μέρος των Βατταρισμών. Όμως ο Μουσαίος αναγκάζεται να κρύψει το έργο του. Τρείς μαθητές του, δύο δικηγόροι και ένας δάσκαλος, τον κατήγγειλαν στις οθωμανικές αρχές ότι «υβρίζει την ισλαμικήν θρησκεία και διαδίδει δια του τύπου ελληνικά φρονήματα». Και στην περίπτωση του Μουσαίου αληθεύει το γνωμικό «μη έλεγχε ίνα μη μισήσωσί σε». Η κρεμάλα τον περιμένει, το ξέρει καλά αλλά δεν δέχεται να φυγαδευθεί. «Αν ημάρτησα, πρέπει να τιμωρηθώ». Η άδικη καταγγελία ερεθίζει το δίκαιο Αλβανό ιεροδικαστή Μάκρης Αζίς εφέντην, που γνωρίζοντας την αγνότητα και αθωότητα του Μουσαίου, μα και την κακεντρέχεια των προδοτών, ξεπερνά τον εαυτό του, αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες και με το κύρος του κατορθώνει να ματαιώσει την καταγγελία!

Ο Μουσαίος εργάσθηκε 42 ολόκληρα χρόνια. Βαριά άρρωστος με βρογχοπνευμονία, σε ηλικία 67 ετών, προαισθάνεται το θάνατό του. Το «Φως του Λιβισιού», γαλήνια και μεγαλόπρεπα αποχαιρετά την επίγεια ζωή. Στην κλίνη του θανάτου παρελαύνουν, ένας-ένας, όλοι οι Μακρηνολιβισιανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Χριστιανοί, παρηγορεί, παροτρύνει, επαινεί, αποχαιρετά. Ζητά κτένα και κτενίζει τα μαλλιά του, σταυρώνει τα χέρια του και ακούεται καθαρά η φράση: «Νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα».

Κηδεύεται δημόσια δαπάνη και η σορός του μεταφέρεται από τη Μάκρη στο Λιβίσι. Η αυλή του Ταξιάρχη τον δέχεται στους κόλπους της και στην πλάκα του τάφου του χαράσσεται το επίγραμμα:

Ενταύθα αναπαύεται το της Πατρίδος κλέος,

ο γηραιός διδάσκαλος ο ΜΙΧΑΗΛ ΜΟΥΣΑΙΟΣ

Δείτε τις καταχωρήσεις του συγγραφέα

Εμφάνιση 1 έως 1 (από 1 προϊόντα) Αποτελέσματα:  1 

(c) λεξίτυπον | Εμμ. Μπενάκη 36 - Αθήνα. Τηλ.: 210 3832117 & 210 3845128

Yλοποίηση: Hyper Center -