Η Λόρα ζούσε τη ζωή της γνωρίζοντας πως τα θαύματα είναι εκεί έξω, υπάρχουν και το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να τα πιστέψουμε. Για να τα πιστέψουμε όμως, πρέπει να μάθουμε να τα αναγνωρίζουμε. Για εκείνη, θαύμα ήταν η κάθε στιγμή που αφιερώνεις σε κάποιον, η κάθε υπόσχεση που κρατάς, η κάθε συγχώρεση που δίνεις.
Η Μαργαρίτα από την άλλη, δεν πίστευε στα θαύματα. Ένιωθε πως κάθε καλό που θα έκανε θα της στερούσε κάτι από τον χρόνο της, πως κάθε χαμόγελο που χάριζε δεν είχε καμιά αξία. Για εκείνη, η ζωή ήταν μια καθημερινή υποχρέωση. Δεν έδινε τίποτα αν δεν της δινόταν και ποτέ της δεν αντιλήφθηκε πόσο κακό είχε προξενήσει στη θετή της κόρη.
Μα κάποιες φορές, τα θαύματα συμβαίνουν εκεί που δεν τα περιμένουμε ακόμα κι αν δεν πιστεύουμε σ’ αυτά. Η Μαργαρίτα έκρυβε έναν άσσο στο μανίκι της. Ίσως αυτό που έκρυβε ήταν μια ένδειξη αγάπης για τη Λόρα, μα το πιθανότερο είναι πως οι ενοχές την οδήγησαν να πάρει μια δύσκολη απόφαση.
[…]
Ίσως τελικά όταν τα πράγματα δε γίνονται στην ώρα τους, να μη γίνονται ποτέ. Ίσως πάλι αυτός ο κόσμος να μη σταματά εκεί που εμείς πιστεύουμε και ίσως τα πράγματα να μην είναι έτσι όπως ακριβώς φαίνονται. Γιατί, άλλωστε, οι άνθρωποι να βρίσκονται πάντα σε ετοιμότητα να κάνουν αυτό που πρέπει; Ίσως ο χρόνος σταματά μόνο την ώρα που πεθαίνουμε. Ίσως όμως ό,τι αφήνουμε σε αυτόν τον κόσμο συνεχίζει να υπάρχει και μετά θάνατον, μέσα από όσους μας αγαπούν, μας θαυμάζουν, μας συγχωρούν. Ακόμα και αν εμείς δεν το νιώθουμε, το νιώθουν εκείνοι. Γιατί εμείς είμαστε όσα αγαπάμε, όσοι αγαπάμε και όσοι νοιαζόμαστε. Αυτό είμαστε. Το μόνο που πρέπει να εφαρμόσουμε, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τίποτα για τη ζωή που ζούμε, για τον χρόνο που περνάει και για τα θαύματα που περιμένουμε, είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Σήμερα, τώρα, για όσο ακόμη υπάρχουμε.
Η Λόρα, όσο ζούσε, δε θα άκουγε ποτέ μια «συγγνώμη» και ένα «σ’ αγαπώ» από τα χείλη που περίμενε. Κι ας μην το γνώριζε αυτό. Ακόμα όμως κι αν το γνώριζε, δε θα έκανε πολύ διαφορετικές επιλογές. Γιατί μάλλον, τελικά, είμαστε οι επιλογές μας.
[…]
Τις επόμενες ημέρες, τα συναισθήματά της ήταν ένας αχταρμάς. Τα ένιωθε σαν φαντάσματα που δεν ήθελαν να φύγουν από ένα σπίτι, επειδή ήταν τόσο δεμένα μαζί του που προτιμούσαν να μένουν για πάντα εκεί, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Κι ας υπέφεραν. Μα έπρεπε κάποτε να αφήσουν το σπίτι αυτό και να αποχωρήσουν για τη ζωή που τους περίμενε. Έτσι και η Λόρα, παρότι με δυσκολία σηκωνόταν κάθε πρωί από το κρεβάτι της, προσπαθούσε απ’ όλα τα συναισθήματά της να διατηρήσει μόνο τη χαρά για το μωράκι που θα ερχόταν στον κόσμο. Δε θα μπορούσε παρά να το αγαπά αυτό το μωρό γιατί ήταν δικό του κομμάτι, αλλά κατά κάποιον τρόπο και δικό της. Η Λόρα ήλπιζε ο Πέτρος να διδάξει κάποτε στο παιδί του κάτι από όσα του είχε μάθει εκείνη.
[…]
Ένας μήνας βασανιστικής μοναξιάς και αγωνίας πέρασε από πάνω της. Ήταν λες κι ο χρόνος είχε γίνει ένας παγωμένος υπεράνθρωπος, που έλιωνε αργά αργά σε κάθε της ξεψύχισμα. Οι ημέρες κυλούσαν τόσο αργά που ένιωθε σαν να βρίσκεται μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα και περίμενε ένα παιδικό χέρι να την ανακατέψει για να ξεπροβάλει η χρυσόσκονη και να ζωντανέψει ξανά. Στη σκέψη ότι εκείνος βασανίζεται, της ερχόταν να τρέξει κοντά του. Μα έπρεπε να μην υποκύψει στις παρορμήσεις της ψυχής της. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε στο τέλος της μέρας να υπακούσει στη λογική της.
[…]
Τα ξερά φύλλα πάνω στο χώμα σχημάτιζαν ένα σκουριασμένο χαλί, καθώς είχαν παραδοθεί στον κύκλο της φύσης. Το καφέ και το πορτοκαλί χρώμα τους, σύμβολο του φθινοπώρου και του τέλους ενός κύκλου, έδινε την εντύπωση ότι η ζωή είχε αποχωρήσει από πάνω τους. Κι όμως, παρά τον φαινομενικό τους μαρασμό, μια ανεπαίσθητη λάμψη διακρινόταν βαθιά μέσα τους. Σαν να υπήρχε ακόμα μια σπίθα ζωής, ένα ίχνος της ψυχής που αρνιόταν να εξαφανιστεί εντελώς. Ίσως ήταν η τελευταία τους αναλαμπή πριν γίνουν ένα με τη μάνα γη.