Το ΜυστικόΣυγγραφέας: Αναστασέλος Γιώργος

Το Μυστικό

Το ΜυστικόΣυγγραφέας: Αναστασέλος Γιώργος

21,50€

Η Βασιλική, μαθήτρια της τελευταίας τάξης του γυμνασίου ενός ορεινού χωριού, μένει έγκυος από τον συμμαθητή της Κωνσταντίνο. Η Ασημίνα, η πρακτική μαμή, προθυμοποιείται να τη βοηθήσει και αναλαμβάνει να δώσει κρυφά το μωρό σε μια άτεκνη οικογένεια του χωριού. Μετά από αυτό και κουβαλώντας πάντα μέσα της το μυστικό τής γέννησης του γιου της, η Βασιλική αφήνει το χωριό και πιάνει δουλειά στη γειτονική πόλη, στον φούρνο του Νικήτα. Για λίγο καιρό διατηρεί ερωτική σχέση μαζί του μέχρι που γνωρίζει τον γιο του, τον Σήφη, ερωτεύονται και παντρεύονται.

Εξαιτίας ενός ατυχήματος ο Σήφης γίνεται αιτία να σκοτωθεί ο πατέρας του και να βρεθεί ο ίδιος στη φυλακή. Τον φούρνο αναλαμβάνει η Βασιλική με μεγάλη επιτυχία. Η επικερδής πορεία της επιχείρησης, όμως, προκαλεί τον φθόνο της μαμής, η οποία συστήνει μία άτυπη συμμορία και αρχίζουν να εκβιάζουν τη Βασιλική, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει τα πάντα για δεύτερη φορά και να μετακομίσει στην Αθήνα. Εκεί δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον ίδιο χώρο και με τις ικανότητές της καταφέρνει να ορθοποδήσει. Ο εφιάλτης της όμως δεν είχε τελειώσει. Οι εκβιαστές τη βρίσκουν, απαγάγουν τη δωδεκάχρονη κόρη της και την αναγκάζουν να δουλέψει σε οίκο ανοχής.

Θα αντέξει η Βασιλική και αυτό το χτύπημα της μοίρας;

Η ύβρης και το πεπρωμένο είναι αυτά που τη συνοδεύουν στη ζωή της…

 

 

ISBN: 978-960-597-336-0
Έτος έκδοσης: Αθήνα 2022
Διαστάσεις: 14 x 20.5
Σελίδες: 394

«Βασίλω μου, τι κάνεις κορίτσι μου; Κουράζεσαι με τόσο δρόμο, χλώμιασες, βαθούλωσαν και τα μάτια σου… δεν τρως και καλά φαίνεται… τι να κάνουν και οι γονείς σου, φτωχοί άνθρωποι είναι, ό,τι μπορούν κάνουν οι καημένοι…» και κάνοντας πως παραπατάει την ακούμπησε στην κοιλιά και αφού την ψαχούλεψε κάποια δευτερόλεπτα, είπε κοιτάζοντάς την κατάματα:

«Πω, πω, ολόκληρος παίδαρος!»

«Τι είναι αυτά που λες, κυρα-Ασημίνα, τι μου λες;»

«Αυτό που άκουσες, Βασίλω μου».

«Μα…»

«Δεν έχει μα, ξέρω τι λέω. Μόλις ξεγέννησα τη Μοσχούλα. Όλα αυτά τα χρόνια, με τόσες γέννες, έχω μάθει να βλέπω και να ξεχωρίζω. Να σε βοηθήσω θέλω, Βασίλω μου, και θα σε βοηθήσω. Έλα εδώ…» την προέτρεψε και την πήρε παράμερα σε ένα πιο ασφαλές μέρος.

[…]

«Σε βίασε;»

«Όχι, κυρα-Ασημίνα, δεν μπορώ να το πω αυτό. Και εγώ τον συμπαθούσα. Προέκυψε…»

«Τι θα πει “προέκυψε”; Ή τον συμπαθούσες και το κάνατε με τη θέλησή σου ή το έκανε εκείνος χωρίς τη θέλησή σου, οπότε είναι βιασμός».

[…]

«Γιατί μου λες αυτό το “αλλά”;» φώναξε δυνατά στον εαυτό της. «Τι με χρεώνεις; Τι έκανα; Δεν είμαι πρόστυχη. Έτσι ήρθαν τα πράγματα. Όχι, όχι, δεν θα σε αφήσω να με βασανίζεις εσύ, ο άλλος ηθικός εαυτός μου, πρέπει να ξέρεις ότι δεν νιώθω καμία τύψη, καμία, άκουσε το καλά! Ξέρω, ξέρω τι θα πεις, ότι δεν σκέφτομαι το αγοράκι μου. Άκουσέ με και βάλτο καλά στο μυαλό σου. Δεν είχα άλλη επιλογή. Το ξέρεις πολύ καλά και μη με γεμίζεις ενοχές. Το αγοράκι μου ζει καλά όπως μαθαίνω. Είναι σε κατάλληλα χέρια και δεν θέλω να μου χρεώσεις ξανά ότι δεν τον νοιάζομαι. Το σκέφτομαι όσο χρειάζεται για να νιώθω και εγώ καλά και να μη διασαλευτεί το περιβάλλον που ζει. Γιατί, αυστηρέ ηθικέ εαυτέ μου, αν το σκέφτομαι περισσότερο από όσο πρέπει, τότε θα κάνω κακό και στον εαυτό μου και στο αγοράκι μου. Θα θέλω να το βλέπω περισσότερο και αυτό μπορεί, όχι μπορεί, σίγουρα θα βγει σε κακό».

[…]

«Τι δεν πήγε καλά, σεβαστέ γέροντα;» τον ρώτησε μια μέρα. «Είχα οργανώσει τη ζωή μου πολύ καλά. Δεν άφησα τη γυναίκα μου να δουλέψει, αφιερώθηκε στα τέσσερα παιδιά μας. Την οδήγησα στον δρόμο της εκκλησίας, νηστεύαμε, προσευχόμασταν, εκκλησιαζόμασταν, εξομολογούμασταν, τηρούσαμε τις νηστείες με αυστηρότητα». Κοίταξε τον γέροντα και συνέχισε. «Ναι, και σαρκικά, σεβαστέ μου πάτερ, είμαστε συνεπείς προς τις Γραφές».

«Ίσως εδώ να βρίσκεται το πρόβλημα, Θεοδόση. Οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι, έχουν αδυναμίες, έχουν ανάγκες και οι γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες. Η εποχή μας τις οδήγησε να δουλέψουν, εξισώθηκαν με τους άντρες, έχουν λόγο και απαιτούν σεβασμό, ενδιαφέρον από εμάς και απαιτούν να αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες τους. Η εκκλησία μας φτιάχτηκε για να προστατεύει τον χριστιανό από τα αμαρτήματα, αλλά και όταν τα κάνει, να του δείχνει τον δρόμο και τον τρόπο για να συγχωρεθεί και να επανέλθει. Και επίσης πολύ σημαντικό, αφήνει τον ορθόδοξο χριστιανό να έχει ελευθερία να πράττει αυτοβούλως. Τι νόημα θα είχε αν ο Θεός έπλαθε τον άνθρωπο τέλειο; Του έδωσε την ελευθερία να αποφασίζει μόνος του. Ο Αδάμ δεν έπρεπε να προσέξει να μην αμαρτήσει η Εύα; Δεν έπρεπε να φροντίσει να της δώσει κάτι άλλο ώστε να μη φάει τον απαγορευμένο καρπό; Στη συζυγική ζωή ο άντρας δεν θα ήταν προτιμότερο να κάνει το μικρό αμάρτημα, να μην κρατήσει τη σαρκική νηστεία για σαράντα μέρες παραδείγματος χάρη, αλλά να δώσει ικανοποίηση στην έχουσα ανάγκη σύζυγό του, προκειμένου εκείνος να αποφύγει το μεγαλύτερο αμάρτημα της απιστίας του έτερου ημίσεώς του;»

[…]

Όταν η Βίκυ σηκώθηκε να πάρει ένα ποτό και ένα σοκολατάκι και στάθηκε όρθια μπροστά στον πάγκο, η Κάτια άρχισε να θαυμάζει την όμορφη περπατησιά της και τη λεπτή της μέση. Εντυπωσιάστηκε και από τα πλούσια, σχεδόν ξανθά μαλλιά της που έφθαναν πιο κάτω από τη μέση. Την πλησίασε.

«Δεν έφερες και τον άντρα σου εδώ ή μήπως δεν είχες;» ρώτησε η Κάτια απευθυνόμενη τη Βίκυ.

«Και άντρα έχω και παιδί έχω», απάντησε η Βίκυ καθώς έπαιρνε το ποτό της χωρίς να την κοιτάξει. Όταν γύρισε και την κοίταξε, ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και συμπλήρωσε:

«Αναρωτήθηκα και εγώ αν ο κύριος που με προσκάλεσε είναι άντρας σου. Δεν σε σύστησε ως γυναίκα του. Αν θυμάμαι καλά, σου είπε: “Να σου συστήσω τη Βίκυ, Κάτια” και με έδειξε».

Η Κάτια σκέφθηκε λίγο και όταν συνειδητοποίησε ότι έτσι πράγματι τη σύστησε, έγινε έξαλλη αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Φόρεσε ένα πλατύ χαμόγελο και πήρε και εκείνη ένα ποτό.

«Στη γνωριμία μας» και τσούγκρισε το ποτήρι της.

«Στην καλή μας γνωριμία», απάντησε η Βίκυ.

«Γιατί μπορεί μια νέα γνωριμία να μην είναι καλή;» πρόσθεσε η Κάτια.

«Όλα μπορούν να συμβούν στη ζωή. Η ευχή να είναι καλή η γνωριμία δεν βλάπτει».

«Σωστά», είπε η Κάτια και συμπλήρωσε τόσο ψιθυριστά σχεδόν σαν να μονολογούσε: «Μια γνωριμία μπορεί να είναι καλή για έναν και όχι καλή για τον άλλον». Κρατήθηκε και δεν είπε ούτε νοερά τη λέξη «κακή».

Η Κάτια δεν τόλμησε να ρωτήσει τη Βίκυ για τον άντρα της εκείνη τη στιγμή. Η απάντηση της Βίκυς την είχε ταράξει. Σιγά-σιγά άρχισε να αισθάνεται ότι έχανε την αυτοκυριαρχία της και γι’ αυτό περιορίστηκε να μιλήσει για το πρόσωπο που είχε κοντά της.

«Μου είπε ο άντρας μου, ο Χρήστος» και τον έδειξε, «ότι είσαι επιχειρηματίας. Αλήθεια, με τι ασχολείσαι;»

«Με το αλεύρι».

«Δεν κατάλαβα».

«Με το άσπρο αλεύρι και τα παράγωγά του».

«Φουρνάρισσα, δηλαδή;»

«Ακριβώς».

Μια έκπληξη εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Κάτιας και ένα γέλιο ήταν έτοιμο να ξεσπάσει, όταν ο Χρήστος, ο άντρας της, αντιλαμβανόμενος τι θα μπορούσε να συμβεί, πετάχτηκε μπροστά της και έχοντας ακούσει τις κουβέντες των δύο γυναικών, είπε:

«Η κυρία Βίκυ είναι επιχειρηματίας και στη δούλεψή της έχει πολλούς υπαλλήλους και φουρνάρισσες».

Ύστερα την έπιασε από το μπράτσο και την οδήγησε σε μια άλλη παρέα και έμεινε και εκείνος μαζί της.

[…]

Η Κάτια τρόμαξε με την παρατεταμένη αρχική σιωπή του Κυριάκου και με τη σκοτεινή ματιά του. Όμως δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε και πήγε με αργά βήματα στο μπάνιο.

Όταν βγήκε από το μπάνιο έψαξε στην πολυθρόνα και στο πάτωμα για τα ρούχα της. Δεν βρήκε τίποτα.

«Πού είναι τα ρούχα μου;»

«Στο σπίτι μου, όπου θα μείνουν για πάντα».

«Μη γίνεσαι παράλογος, φέρε μου τα ρούχα!»

«Παράλογη είσαι εσύ που μου ζητάς χωρισμό. Νομίζεις ότι είμαι κανένα παιδάκι να παίζεις; Εγώ επένδυσα στη σχέση αυτή και εσύ με διώχνεις έτσι απλά;»

«Έλα Κυριάκο, μη γίνεσαι κακός, φέρσου σαν κύριος».

«Δεν είμαι κύριος; Μαλακός, ευγενής και κύριος δεν ταιριάζουν».

Σηκώθηκε, την πλησίασε και της έδωσε δύο δυνατά χαστούκια.

«Αφού δεν είμαι κύριος τότε είμαι αλήτης και οι αλήτες έτσι απαντούν».

Η Κάτια άρχισε να κλαίει. Ακολούθησαν λίγα λεπτά σιωπής.

«Εσύ νομίζεις ότι είσαι κυρία; Με το πρώτο κομπλιμέντο που σου έκανα, έδειξες τι πραγματικά είσαι! Έγινες μία κοινή πόρνη που κεράτωνε ξεδιάντροπα τον άντρα της».

Η Κάτια άρπαξε ένα σεντόνι, το έριξε πάνω της και έτρεξε προς την εξώπορτα. Τη βρήκε κλειδωμένη. Γύρισε αναστατωμένη και φοβισμένη.

     Ο Γιώργος Θ. Αναστασέλος είναι διπλωματούχος Μηχανολόγος – Ηλεκτρολόγος Μηχανικός του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου της Αθήνας, διδάκτωρ του ιδίου Ιδρύματος και πτυχιούχος Μαθηματικός του Πανεπιστημίου Αθηνών.

     Εργάστηκε για λίγο ως ελεύθερος επαγγελματίας, καθώς και σε μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία, αλλά σταδιοδρόμησε κυρίως ως μηχανικός και στέλεχος επιχείρησης του ευρύτερου Δημόσιου τομέα. Δίδαξε σε ανώτατα και ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και έχει εκδόσει αρκετά τεχνικά βιβλία για Μηχανικούς, Επιστήμονες, τεχνικούς και σπουδαστές.

     Ασχολήθηκε και με το management. Δίδαξε σε επιμορφωτικά σεμινάρια management και κυκλοφόρησε δύο βιβλία του με το αντικείμενο αυτό «επικοινωνία» και «αξιοποίηση χρόνου».

Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.

ΒΙΒΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

(c) λεξίτυπον | Εμμ. Μπενάκη 36 - Αθήνα. Τηλ.: 210 3832117 & 210 3845128

Yλοποίηση: Hyper Center -