Πρόλογος
Όταν πρωτοπήρα το κείμενο του έργου, με τον παράξενο τίτλο «Όχι εγώ... το ημερολόγιο», δακτυλόγραφο ακόμη, με πολλές χειρόγραφες ένθετες σελίδες, αναρωτήθηκα πού θα μπορούσε να καταταγεί ειδολογικά. Αυτοβιογραφία, ημερολόγιο ή κάτι σαν «παρ’ ολίγον μυθιστόρημα»; Ο τόπος, ο χρόνος, τα πρόσωπα με τα μικρά τους ονόματα, τα δρώμενα, όλα οδηγούν στο οριακό σημείο ανάμεσα στα δύο είδη.
Η συγγραφέας, φοιτήτριά μου στη Σχολή Νηπιαγωγών Χανίων, ώριμος άνθρωπος τότε, ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες συναδέλφους της λόγω των προηγουμένων σπουδών της αλλά και της προσωπικότητάς της.
Το έργο χρονικά καλύπτει την περίοδο από το 1975 μέχρι το 2014, με τόπο την όμορφη πόλη των Χανίων και, μέσω των δρωμένων, περιφερειακά, «τόπους απόδρασης» της συντροφιάς που σε ολόκληρη τη διαδρομή του ημερολογίου λειτουργεί σαν «χορός» ενός δράματος με επίκεντρο το αγαπημένο ζευγάρι των πρωταγωνιστών.
Το «παρ’ ολίγον μυθιστόρημα», γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εκτυλίσσεται σε μια ταραγμένη αλλά ενδιαφέρουσα εποχή, εκείνη της Μεταπολίτευσης, στην οποία η περιφέρεια δέχεται τα νέα ρεύματα με έναν ρυθμό, που, τουλάχιστον μέχρι το οριακό 1967, ήταν αδιανόητος γι’ αυτήν. Αν, δηλαδή, μέχρι τότε το αποκλειστικό «προνόμιο» της εισόδου των νέων ρευμάτων αναγνωριζόταν στην πρωτεύουσα, και η επαρχία διαβιούσε σε μια «μακαριστή απουσία», παρατηρείται τώρα ότι ο αντίλαλος φθάνει μέχρι την επαρχία, περιλαμβανομένης και της πόλεως των Χανίων, που πάντοτε, παλαιότερα, για λόγους ιστορικούς και κοινωνικούς, βρισκόταν στην πρωτοπορία.
Έτσι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει αυτή την κινητικότητα. Όπως η συγγραφέας αναφέρει στο εισαγωγικό κείμενο:
«Οι νέοι της εποχής μου, πέρα από την προσπάθεια συγκρότησης μιας δημοκρατικής πολιτικής συνείδησης, ενδιαφέρονταν και για την ενημέρωσή τους για όλα σχεδόν τα θέματα που έπρεπε λίγο-πολύ να γνωρίζουν, αλλά και για τη διασκέδαση, την αναψυχή τους.
»Βρέθηκαν στο σταυροδρόμι εξελίξεων παγκόσμιας εμβέλειας και, βέβαια, στη μεγαλύτερη επανάσταση των νέων που είχε έμβλημά της “Κάνε έρωτα, όχι πόλεμο…” Ήταν το έμβλημα των παιδιών των λουλουδιών. Σκόπιμα και αυτό, σε κάποιες περιπτώσεις, παραποιήθηκε, αμφισβητήθηκε έντονα, γιατί χάθηκε, ίσως, η αίσθηση του μέτρου».
Αυτή η τελευταία φράση της κριτικής της συγγραφέως είναι και το χαρακτηριστικό που διατρέχει ολόκληρη την αφήγηση, σχετικά με τη συμμετοχή της ηρωίδας στα δρώμενα της συντροφιάς, που λειτουργεί πάντοτε «εν μέτρῳ», αναζητώντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στην παρορμητικότητα της νεότητας και τη συντηρητική της αντιμετώπιση από έναν βλαστό της αστικής τάξης του τόπου.
Το άλλο ενδιαφέρον, επίσης, χαρακτηριστικό είναι η λυρική ατμόσφαιρα που διατρέχει την αφήγηση, δεμένη με τη μοίρα των ηρώων, τις ανησυχίες τους, το μέλλον τους:
«Φώτα πολλά αντανακλούσαν στα νερά της από σπίτια που βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά και από πάνω μας, στον ουρανό, μυριάδες αστέρια έστελναν φιλιά. Ήταν μια βραδιά για ερωτευμένους με τη ζωή, τη φύση, τον έρωτα…» […] «Δεν είχε τριαντάφυλλα, δεν είχε αρώματα τούτη την εποχή, αρχές Οκτώβρη. Δεν το καταλάβαμε. Τριαντάφυλλα, μύρα και όλες οι μοσχοβολιές ήταν στην καρδιά μας, που έκανε να αστραποβολούν τα πρόσωπά μας… Συζητήσαμε πάνω από δύο ώρες».
Η λυρική ατμόσφαιρα, όμως, δεν είναι πάντα σε αγαστή αρμονία με την καθημερινή πραγματικότητα. Στην αφήγηση, η «περιπέτεια» των ηρώων προβάλλεται έντονα από τους βραχείς διαλόγους, είτε των κυρίως ηρώων είτε του «χορού» που περιβάλλει τους πρωταγωνιστές και που είναι και το χαρακτηριστικό στοιχείο της όλης πορείας, εξέλιξης του «παρ’ ολίγον μυθιστορήματος». Τονίζεται αυτό το στοιχείο, επειδή, μέσα από τις «φωνές των άλλων», διαμορφώνεται το όλο περικείμενο ενός κοινωνικού ιστού, που πατώντας σταθερά στην παραδοσιακή του δομή, αφήνει ανοίγματα στις νέες ιδέες που πολιορκούν ασφυκτικά τη δοκιμασμένη του υπόσταση και φιλτράρονται «εν μέτρω» πάντοτε για δοκιμαστική, αρχικά, και για μονιμότερη, στη συνέχεια, αποδοχή.
Γενικά, το «παρ’ ολίγον μυθιστόρημα» αρνείται, από τη φύση του, να παραμείνει στα όρια μιας αυτοβιογραφίας ή ενός προσωπικού ημερολογίου, το οποίο στο κάτω-κάτω θα ενδιέφερε μόνο τον συντάκτη του, και αναδεικνύεται σε μια πλατιά τοιχογραφία, αποτυπώνοντας μια λίαν ενδιαφέρουσα ιστορικά και κοινωνικά εποχή και μια πόλη που έχει αφήσει το δημιουργικό της στίγμα.
Στο τέλος, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το άλλο χαρακτηριστικό του έργου. Τη γλώσσα του. Η γραφή, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια για «ηδυσμένον λόγον», πορεύεται λιτή αλλά περιεκτική στην περιγραφή των χαρακτήρων των ηρώων, «των φωνών του τόπου», που με τη σειρά τους δείχνουν δεμένοι με αυτές τις φωνές, που εκείνες τους διαμορφώνουν και συναποτελούν μια «παλίντροπη αρμονία».
Ν.Ε. Παπαδογιαννάκης
Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης