[…] Ξημέρωνε όταν η Μονίκ πέταξε το σεντόνι από πάνω της. Ένοιωθε να καίγεται παρά το δροσερό αεράκι που κατέβαινε από το Βέλεμπιτ. Το κουνούπι που βούιζε στα αυτιά της δεν την ενοχλούσε πια. Και ούτε το ροχαλητό του πατέρα της μπέρδευε τις σκέψεις της. Αισθανόταν ήρεμη, γαλήνια, χαλαρή, έτσι όπως είχε ενώσει τις παλάμες στο στήθος και είχε γυρίσει ανάσκελα με τα πόδια ίσια και τα μαλλιά απλωμένα στο μαξιλάρι. Είχε πάψει να κλαίει από ώρα και τώρα τα στεγνά της μάτια φαίνονταν στραμμένα στο ταβάνι. Δεν ήταν! Έβλεπε πέρα απ’ το ταβάνι, πιο μακριά, πολύ πιο ψηλά. Και τα χείλη της σχημάτιζαν ξανά και ξανά σχεδόν άηχες λέξεις.
«Άγια μου Σάρα σε παρακαλώ, στείλε μου τη μανούλα μου να μου πει τι να κάνω», ψιθύρισε για άλλη μια φορά. «Αυτή θα ξέρει. Όλα τα ήξερε η μανούλα μου! Ακόμη και πώς να κάνει τον χοντροκέφαλο τον πατερούλη να την ερωτευτεί κι ας είχε τότε μάτια μόνο για άλλη. Στείλε μου Μαύρη μου Σάρα τη μανούλα κι εγώ σου τάζω να έρθω να σε προσκυνήσω στην εκκλησιά σου, κι ας είναι μακριά, μήνες ολόκληρους ταξίδι, στον τόπο που γεννήθηκαν οι παππούδες μου. Θα έρθω να λουστώ στον Ροδανό και θα είναι είκοσι τέσσερις Μαΐου κι εσύ θα γιορτάζεις μαζί με όλους μας στις Αγίες Μαρίες της Θάλασσας. Χιλιάδες απ’ τη ράτσα μου θα σε προσκυνάνε κι εγώ ανάμεσά τους θα σου ανάψω κερί με την πιο όμορφη κορδέλα που έχεις δει. Δεν θα ’ναι εύκολο, το ξέρεις… Και γι’ αυτό θα έχει αξία το «ευχαριστώ» μου σε σένα. Θα μου βγάλουν την ψυχή τ’ αδέλφια μου και ο πατέρας μέχρι να συμφωνήσουν. Αλλά θα τους καταφέρω. Θα τους ξεκολλήσω απ’ αυτή την πόλη που διώχνει την αγάπη μου και θα στους φέρω. Μόνη μου δεν μπορώ να έρθω, το ξέρεις. Θα έρθουμε όλοι μαζί λοιπόν. Μόνο στείλε μου για λίγο τη μανούλα. Λιγάκι μόνο, για ένα βράδυ… ούτε βράδυ ολόκληρο… ένα όνειρο… Τι σου ζητάω πια; Ένα τόσο δα μικρούλικο όνειρο εκεί πέρα. Εγώ ολόκληρη οικογένεια θα ξεσηκώσω για σένα. Μήνες θα τους ταξιδεύω μέχρι να φτάσουμε στην εκκλησιά σου. Άσε την γκρίνια τους για τα έξοδα. Θα με σταυρώσουν για χάρη σου Μαύρη μου Σάρα. Και τι ζητάω η καημενούλα; Τι θα σου στοιχίσει εσένα; Τίποτα! Και στο κάτω-κάτω, εσύ κορίτσι δεν υπήρξες; H καρδούλα σου εσένα δεν φτερούγισε; Κατευθείαν άγιασες; Αυτή τη γλύκα ανάμεσα στα πόδια που νοιώθω όποτε τον σκέφτομαι, εσύ δεν τη γνώρισες; Μην πεις όχι, δεν θα σε πιστέψω. Ράτσα μου είσαι, σε ξέρω καλά.
»Έλα καλή μου, σε παρακαλώ, στείλε μου τη μανούλα μου για λίγο που τη χρειάζομαι. Δεν θα της ζητήσω ξόρκια, στ’ ορκίζομαι. Ξέρω πως δεν τα θέλεις. Μόνο τη συμβουλή της, μόνο να μου πει τι να κάνω. Τον χάνω μωρέ, καταλαβαίνεις; Tον χάνω σου λέω. Και δεν πρέπει Μαύρη Σάρα μου, γιατί με θέλει κι αυτός όσο κι εγώ, ίσως και πιο πολύ… Τον είπα δειλό. Δεν είναι! Δεν με νοιάζει πόσους σκότωσε ή που βούτηξε στην αγριεμένη θάλασσα. Εγώ μετράω που ήρθε. Ήρθε και μου έφερε δώρο. Το πέταξα φυσικά, σιγά μην το ’παιρνα. Αλλά είχε το θάρρος να έρθει να μου το πει. Να το πει στον πατερούλη κι ας ήξερε ότι ο πατερούλης μπορεί να έκανε το πετσί του νταούλι. Δεν συγχωρεί ο πατερούλης όσους πονάνε τη μοναχοκόρη του. Τον άκουσα που του έλεγε πως θα τον παλουκώσει αν με πληγώσει. Δεν ξέρω πολλά βενετσιάνικα, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας. Άκουσα με το αυτί κολλημένο στην πόρτα να μιλά για παλούκι, κώλο και τ’ όνομά μου. Ένα πράγμα μόνο μπορεί να σημαίνει αυτό. Και δεν φοβήθηκε Μαύρη μου, ήρθε να με δει. Να μ’ αποχαιρετήσει. Ήρθε κι ας πέθαινε απ’ τα χέρια του πατέρα. Με θέλει Μαύρη μου, με θέλει. Κι εγώ τον θέλω… Στείλ’ την, σε ικετεύω. Να, δες! Κλαίω πάλι. Μάνα! Μανάαα! Μανούλα, έλα σε παρακαλώ. Μαύρη μου βοήθα τη να έρθει, το ξέρω πως θέλει να έρθει, δεν κρατιέται, βοήθα την, το καλύτερο κερί, την πιο ακριβή κορδέλα θα σου φέρω, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μη μου χαλάσεις το χατίρι, μη μου το χαλάσεις. Όλη τη νύχτα σε παρακαλώ, μη μου το χαλάσεις γιατί με ξέρεις… Ξέρεις το αίμα το δικό σου… Θα θυμώσω. Θα θυμώσω πολύ! Γιατί είναι άδικο Μαύρη μου, τη μάνα μου ζητώ. Ούτε χρυσάφια, ούτε ρούχα, ούτε τίποτα. Τη μανούλα μου Μαύρη μου, για λίγο μόνο. Δυο λέξεις της, ένα φιλάκι στα μαλλιά μου κι ύστερα πάρ’ την πάλι. Τη μανούλα μου Μαύρη μου… σε παρακαλώ». […]
[…] Ο Μάσιμο, εμφανώς πιωμένος, έκανε λίγα βήματα και σωριάστηκε σε έναν πάγκο.
«Κρασί!» φώναξε ιταλικά στην κόρη του πανδοχέα.
Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι και λίγες στιγμές αργότερα πλησίασε στο τραπέζι του με μια κανάτα κρασί και μια κούπα.
«Μάσιμο, μην αδειάσεις μόνος σου την κανάτα. Άσε κάτι και για μας», ακούστηκε να τραυλίζει μεθυσμένος ο Ρομπέρτο. Δίπλα του ο Μάριο και ο Κάρλο με κατακόκκινα μάτια στηρίζονταν στην πόρτα χαμογελώντας ηλίθια.
Ο Μάσιμο γέλασε δυνατά και έσφιξε με την παλάμη του τα μεριά της κοπέλας, που έσπρωξε βίαια το χέρι του από πάνω της κι απομακρύνθηκε βιαστικά.
«Άσ’ τις μαλακίες και κάτσε», έδειξε με το βλέμμα στον Ρομπέρτο τη θέση δίπλα του. «Καθίστε κι εσείς να πιούμε ένα κρασί ακόμη κι έπειτα πάμε για ύπνο», φώναξε στους άλλους.
Οι τρεις Ιταλοί στρώθηκαν στο τραπέζι του χαζογελώντας.
«Κοπελιά, τρεις κούπες ακόμη!» φώναξε ο Μάριο κάνοντας προσπάθεια να αρθρώσει σωστά τις λέξεις.
«Τι κοιτάς ρε κοντοστούπη;» γαύγισε ο Μάσιμο στον Φραντσέσκο.
«Τίποτα», ψέλλισε εκείνος τραβώντας το βλέμμα από τη μεθυσμένη συντροφιά.
«Τι τίποτα μωρή μαϊμού;» μισοσηκώθηκε ο Μάσιμο. «Εμάς κοιτούσες! Θέλεις κάτι;»
«Όχι. Απλά έτυχε να κοιτάξω προς τη μεριά σας», ακούστηκε απολογητικά ο Φραντσέσκο.
«Πάμε», τον τράβηξε από το μπράτσο ο Τζοβάνι που σηκώθηκε αργά ελέγχοντας την αίθουσα με γρήγορες ματιές. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί πίσω απ’ τον πατέρα της που την κάλυπτε με το σώμα του. Στην πόρτα της κουζίνας ένα μικρό αγόρι, φτυστός ο πανδοχέας, κρατούσε σφιχτά την ποδιά της μάνας του. Το βλέμμα της συναντήθηκε με του Τζοβάνι που, με ένα νεύμα, ζήτησε να πληρώσει.
Ο Μάσιμο το πρόσεξε.
«Ναι, παρ’ τον και φύγε», κάγχασε. «Άντε στο κρεβατάκι σας πιτσουνάκια μου».
Κι έπειτα, σα να πρόσεξε κάτι ξεκαρδιστικά αστείο, ξέσπασε σε γέλια.
«Πού είναι τα παπούτσια σου Ενετέ; Τα έδωσες να στα κουβαλάει η κιτρινιάρα μαϊμού σου;»
Το μπράτσο του Φραντσέσκο ελευθερώθηκε από το χέρι του Τζοβάνι μ’ ένα τίναγμα.
Έγλυψε τα χείλη και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν πάνω στο τραπέζι. Η προσπάθεια να αυτοκυριαρχηθεί ήταν φανερή. Ο Τζοβάνι πρόσεξε παραξενεμένος πως ο σύντροφός του έμοιαζε να ελέγχει την αναπνοή του. Ότι σε κάθε εισπνοή, η κοιλιά του φούσκωνε περίεργα. Τον είδε να ανοίγει το στόμα για να απαντήσει και να πνίγεται από τον βήχα πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη.
Έξω η βροχή είχε πάψει. Ο βήχας τελείωσε όσο ξαφνικά είχε αρχίσει.
«Δεν θέλουμε φασαρίες καλέ μου άνθρωπε», χαμογέλασε κατευναστικά ο Τζοβάνι με απλωμένα τα χέρια, δείχνοντας τις άδειες παλάμες του. «Αφήστε μας να σας κεράσουμε ένα κρασί ακόμη κι ας τελειώσει εδώ αυτή η παρεξήγηση».
«Άλλωστε όλοι εδώ είμαστε προσκυνητές. Αδέλφια κάτω απ’ το βλέμμα του Ιησού Χριστού μας, σωστά;» συμπλήρωσε ο Καρλ ανοίγοντας την αγκαλιά του σα να ’θελε να τους κλείσει όλους μέσα.
Ο Μάσιμο σηκώθηκε κρατώντας την κούπα του στο χέρι. Έκανε λίγα βήματα και στάθηκε μπροστά στον όρθιο Φραντσέσκο. Ένα κεφάλι ψηλότερος, με βάρος σχεδόν διπλάσιο απ’ του Ιάπωνα και κατακόκκινος, έδειχνε εξαιρετικά επικίνδυνος καθώς το στήθος του είχε πεταχτεί έξω και έμοιαζε να ταλαντεύεται αργά πάνω στα δάχτυλα των ποδιών του.
«Θα τελειώσει όταν ζητήσει συγνώμη ο κουζιτόρι σου», έσπρωξε με τον δείκτη του το στήθος του Φραντσέσκο. «Ή νομίζεις ότι δεν έχουμε μάθει στη Γένοβα τα βρομερά βίτσια της ράτσας του;»
Το «κρακ» ακούστηκε καθαρά. Ο Ιταλός έμεινε κεραυνοβολημένος να κοιτάζει τον εξαρθρωμένο δείκτη του, καθώς ο Φραντσέσκο τον έσπρωχνε ανεστραμμένο ακόμη ψηλότερα. Ένα ξαφνιασμένο μουγκρητό πόνου ακούστηκε απ’ το στόμα του καθώς σηκωνόταν στις μύτες προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο που τον παρέλυε. Ο Φραντσέσκο είχε αρπάξει κι άλλα δάχτυλα και τα ’στριβε ανελέητα.
Ο Μάσιμo, με τα μάτια καρφωμένα στα στραβωμένα δάχτυλα, δεν είδε καν την κλωτσιά που τον βρήκε ανάμεσα στα πόδια. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να ξερνάει τη στιγμή που οι τρεις φίλοι του ορμούσαν. Το μαχαίρι του Κάρλο άστραψε σφιγμένο στη γροθιά πάνω απ’ το κεφάλι του.
Ο Τζοβάνι πήδηξε αριστερά φεύγοντας από μπροστά τους. Το ραβδί του υψώθηκε και έπεσε σφυρίζοντας εφιαλτικά πάνω στον καρπό του Κάρλο που βρέθηκε πιο κοντά του. Ένας ξερός κρότος ακούστηκε και το μαχαίρι έπεσε στο πάτωμα. Πάνω του σωριάστηκαν άγαρμπα ο Ρομπέρτο και ο Μάριο καθώς, αιφνιδιαστικά, ο Ελβετός κλώτσησε τον πάγκο απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού πάνω στα πόδια τους. Αίμα φάνηκε να αναβλύζει στο γόνατο του Ρομπέρτο. Είχε πέσει πάνω στο μαχαίρι του Κάρλο.
Πήδηξαν όρθιοι τραβώντας τα μαχαίρια τους την ίδια στιγμή που το ραβδί ξανασφύριξε σαρώνοντας από πίσω τα γόνατα του Μάριο. Ο Γενοβέζος έκανε μια θεαματική ανάποδη τούμπα και με έναν γδούπο το κεφάλι του βρόντηξε στο ξύλινο πάτωμα.
Μέσα σε μια στιγμή που φάνηκε αιωνιότητα, ο Ρομπέρτο κοίταξε γύρω του. Ο Μάσιμο βογκούσε κουλουριασμένος στο πάτωμα. Ο Μάριο κείτονταν ακίνητος δίπλα του και τρία βήματα πιο πέρα ο Κάρλο κρατούσε με το αριστερό του χέρι τον δεξιό του καρπό που λύγιζε σε μια αφύσικη γωνία.
Η φωνή του Τζοβάνι τον υποχρέωσε να στρέψει ξανά το βλέμμα πάνω του.
«Καλύτερα να βάλεις τ’ αρχίδια σου στη θήκη τους. Το πόδι σου αιμορραγεί και χρειάζεται φροντίδα. Όπως και οι φίλοι σου άλλωστε».
Ο Ρομπέρτο πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ένοιωθε πια μεθυσμένος. Το ραβδί, προτεταμένο σα λόγχη, τον σημάδευε στο διάφραγμα, αλλά ήταν τα μάτια του Τζοβάνι που τον τρόμαζαν. Τον κοιτούσε σα να ’ταν κάποιο ασήμαντο έντομο. Έδειχνε να βαριέται.
Ξεφύσηξε, έβαλε το μαχαίρι στη θήκη δίχως λέξη κι έστρεψε την πλάτη σκύβοντας πάνω απ’ τον λιπόθυμο Μάριο. […]