…Εκεί που πίστευαν όλοι πως είχε τελειώσει το µνηµόσυνο
και πήγαιναν να φύγουν, οι άντρες µεθυσµένοι και οι γυναίκες βαλαντωµένες από
το κλάµα, πετάγεται ο πατέρας του παλικαριού.
−Σταθείτε, τους φωνάζει, έχουµε γάµο, δεν τελειώσαµε. Θα
παντρέψουµε τα παιδιά.
−Παλάβωσες µωρέ, του λέει ο Νικόλα Εφέντη Κοµπίλης, να
παντρέψουµε δυο πεθαµένους;
−Όχι, λένε και όσοι άντρες είναι ξεµέθυστοι.
−Δε γίνεται, διαµαρτύρονται οι γυναίκες, είναι αµαρτία.
Τους κρατά αυτός και τρέχει να προφτάσει τον παπά. Τον
προφταίνει στις σκάλες της εκκλησίας. Τον πιάνει απΆ το µανίκι και τον φέρνει
πίσω στον κόσµο που περίµενε αποσβολωµένος ανάµεσα στους τάφους.
−Γύρνα πίσω παπά, του λέει, πού πας; Δεν τελειώσαµε.
−Τους διάβασα, λέει σαστισµένος ο παπάς.
−Έλα να τους παντρέψεις, ο κόσµος περιµένει. Πάρε το Βαγγέλιο
και πάµε.
Είχε στη φωνή του µιαν απειλή, µια φοβέρα. Το πρόσεξε ο παπάς
και γύρισε.
Στάθηκε αµήχανος µπροστά στα δυο κάδρα που ήταν ακουµπισµένα
στους τάφους και τους κοιτούσαν µε παράπονο.
−Κοιτάχτε µωρέ, είπε κλαίγοντας ο Ταξιάρχης, έτσι έλεγαν τον
πατέρα του παλικαριού, θα τους αφήσουµε απάντρευτους; Δυο νέοι πάνω στο άνθος
της ηλικίας τους δε δικαιούνται να σµίξουν;
Έµειναν όλοι αµίλητοι, ασάλευτοι, σαν να τους χτύπησε κεραυνός.
Ο Ταξιάρχης βλέποντας τον παπά που αργούσε νΆ αρχίσει το
µυστήριο, έβγαλε απΆ το ζωνάρι του το περίστροφο και τΆ ακούµπησε στη ράχη του
παπά.
Ξαναφόρεσε ο παπάς το πετραχήλι κι έβαλε µπρος το µυστήριο. Σε
µια στιγµή σταµατάει και γυρίζοντας στον Ταξιάρχη.
−Ούτε κουµπάρος, ούτε στέφανα, ούτε λαµπάδες. Τι µου βάνεις να
κάµω γάµο!
−Ανάψτε τα κεριά του µνηµόσυνου συµπεθέροι, προστάζει στο
πλήθος ο Ταξιάρχης.
ΤΆ άναψαν αυτοί. Φοβήθηκαν έτσι που τον είδαν αγριεµένο.
−Προχώρα, λέει στον παπά ο Ταξιάρχης και πιέζει το περίστροφο
στην πλάτη του.
Προχώρησε ο παπάς. Δεν κατάλαβε καν πότε έφτασε στο «Ησαΐα
Χόρευε».
Χόρευαν οι µεθυσµένοι, έκλαιγαν οι γυναίκες και
σταυροκοπιούνταν.
Και οι δυο νέοι τους κοίταζαν µέσα απΆ τα κάδρα τους, σα να
καταλάβαιναν τη χαρά τους που ήταν πόνος, αλλά ένας αλλιώτικος πόνος, πολύ πιο
βαρύς.
Όταν ήρθε η ώρα να ευχηθούν τους νιόνυφους, ο Ταξιάρχης πήρε
στην αγκαλιά του τα δυο κάδρα και τα φιλούσε. Τα Άδωσε και στους άλλους να
φιλήσουν και να ευχηθούν τι; «Βίον ανθόσπαρτον»; «Να ζήσετε και καλούς
απογόνους»;
Εκεί ήταν που αποτρελάθηκε ο Ταξιάρχης. Έβγαλε το περίστροφο
και πυροβολούσε στον αέρα µέχρι που άδειασε ο µύλος.
Ύστερα το πέταξε µε οργή κι άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας σαν
το λαβωµένο θηρίο.
Μέσα στο άγριο ξεφωνητό του ξεχώριζες τΆ όνοµα του παλικαριού,
Δάµων, που η ηχώ το γυρόφερνε ανάµεσα στους σιωπηλούς τάφους και το Άσβηνε…