[…] Ολόκληρες ώρες, σχεδόν απ’ το πρωί και μέχρι αργά τ’ απόγευμα, ο γερο-Κωνσταντής έψαχνε στη γύρω περιοχή, αλλά δεν είδε πουθενά ούτε τον εγγονό του μα ούτε και τη φοράδα με τα πουλάρια. Έσκιζε το κεφάλι τι να είχε συμβεί; Κατάκοπος και γεμάτος ανησυχία έγειρε σε μια ξάγναντη κορυφή φέροντας το βλέμμα τριγύρω. Κάποια στιγμή ξεχώρισε τον εγγονό του να ’ρχεται σιγά-σιγά τραβώντας τα πουλάρια. Πείστηκε πια ότι κάτι παράξενο είχε συμβεί, αλλά τι δεν μπορούσε να φανταστεί. Βαρύσκεφτος μάζεψε το κουράγιο του, κατέβηκε στο ποτάμι και βρέθηκε απέναντι περνώντας απ’ το πρόχειρο γεφυράκι, φτιαγμένο από δέντρινους κορμούς. Στάθηκε στην όχθη στηριγμένος στην γκλίτσα του, περιμένοντας το παιδί που έφτανε αργά, ταλαιπωρημένο.
–Τι έγινε, μπρε; Πού ήσουν τόσες ώρες; Πού ’ναι η φοράδα; γόγγυξε.
Ο Θωμάς κόντεψε το βήμα κι έβαλε τα κλάματα.
–Δεν άκουσες τι σε ρώτησα, μπρε;
–Την Ψάρα…, την κράτησαν οι στρατιώτες στο Κάντσικο, απάντησε με σπαραχτική φωνή.
–Τι χάλευες εκεί;
–Ένας στρατιώτης… που πήρε την Ψάρα…, για να πάει καβάλα, πήρε κι εμένα…
Ο γερο-Κωνσταντής αναστέναξε, ίσιαξε το κορμί του κι έκανε μερικά βήματα μπροστά.
–Μην κλαις, μπρε, μη στενοχωριέσαι, είπε με θαρρετή φωνή. Εμείς να ’μαστε καλά, κι όταν απολυθεί ο πατέρας σου απ’ το στρατό, θ’ αγοράσουμε άλλη.
Τον πήρε το παράπονο κι όπως ανάκλαιε σπάραξε ολόκληρο το κορμί του.
Ο γερο-Κωνσταντής εξακολουθούσε να καταβάλλει μεγαλύτερη ακόμα προσπάθεια, για να τον καθησυχάσει.
–Σταμάτα να κλαις, μπορεί ο Στρατός να μας τη γυρίσει την Ψάρα, είπε με ήρεμη στοργική φωνή.
Ο Θωμάς σφούγγισε τα δάκρυα κοιτάζοντας τον παππού του με μια άξαφνη λάμψη ελπίδας στα μάτια του.
–Θα μας γυρίσει και τη Σύβα; ρώτησε αμέσως, Σύβα έλεγαν την αργυρόψαρη μούλα τους που είχε επιταχτεί πριν από μήνες.
–Κι αυτήν, μπρε! Κι αυτήν! πρόσθεσε ο γέρος και τον πήρε απ’ το χέρι
Η αγωνία και η σκέψη του παιδιού φάνηκε ξαφνικά να τρέχουν πίσω απ’ τη στόχαση και την έγνοια των μεγάλων.
–Παππού, τα μουλαράκια μας τώρα, πώς θα περάσουν το ποτάμι; ρώτησε μ’ αγωνία.
–Δεν είδες, μπρε, τον μπάρμπα σου, τον Μήτρη απέναντι, που κατεβαίνει με τα μουλάρια; Πηγαίνοντας πίσω απ’ τα πράματα θα περάσουν κι αυτά το ποτάμι, μην ανησυχείς. […]