ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
Μετά τη μάχη ο νικητής
είναι πιο πτώμα από τον νεκρό.
Τα παραλίγο τού αγώνα
του αντιπάλου τις βρισιές
του είναι δύσκολο να ξεριζώσει.
Όμως βγάζει την πανοπλία.
Κοιτά τις πληγές που τον χάραξαν.
Κάποιες δεν φαίνονται διόλου.
Στο βάθος του μυαλού του παραμένουν.
Περπατάει πια μόνος
στα πεδία που κέρδισε.
Είναι πια δικά του.
Αυτός θα βγάλει τους κανόνες.
Όμως κάτι βαθύ τον εμποδίζει
από το να γιορτάσει τον θρίαμβο.
Δεν θέλει να παραδεχτεί
ότι αυτός είναι η αιτία
που είναι πια χωρίς αντιπάλους.
Ένα πτώμα χωρίς προοπτική.
Σε νίκησα πατέρα.
Κοιτάζω το κουφάρι
που μέσα από το σεντούκι του
βγήκα κάποτε εγώ.
Είσαι πλέον ένα τίποτα.
Δεν σε λογαριάζω στ’ αλήθεια.
Μα αυτό που με φοβίζει πιο πολύ
είναι ότι κάτι με εμποδίζει
να ακολουθήσω τον δρόμο
που νόμιζα ότι ονειρεύτηκα.
Τον δρόμο που είχα κάνει στο μυαλό μου.
Ξανά και ξανά τον ίδιο.
Ξαφνικά, τα χέρια σου τα κρύα
γίναν δικά μου χέρια.
Τα παπούτσια σου μπήκαν στα πόδια μου
χωρίς να με ρωτήσουν
και πάω όπου με παν.
Εκείνη η συνταγή που σου άρεσε
με το αρνί στη σούβλα, ξέρεις
και με έβαλες μικρός να το γυρίσω.
Εγώ που δήλωνα χορτοφάγος,
τώρα πώς γίνεται εκείνα να γουστάρω;
Με νίκησες, πατέρα
κι ας λένε όλοι
ότι εσύ είσαι ο νεκρός.
Εγώ αργά κατάλαβα
πως είμαι χωρίς εσένα ένα τίποτα.
Τι λες, πάμε για άλλη μία παρτίδα;
Όπου θες εσύ,
όποτε θέλεις.
Σε ό,τι παιχνίδι και αν διαλέξεις.
Παραδίνομαι, μπαμπά.
Είμαι μικρός.
Δεν κρύφτηκα καλά.
Με βρήκες, μπαμπά.
Σε αγαπάω.
Ένα φιλάκι ακόμη τελευταίο
και πάμε για ύπνο.
Εντάξει, πατέρα;