Προσευχή
Ὤ, Κύριε! Σ’ εὐχαριστῶ πού πλέον µέ ἀξίωσες
τό θολωµένο µου µυαλό πρεπούµενο νά γίνει
ἡ ὀργισµένη µου µατιά βιτσιά στήν καταισχύνη
φτέρουγα τῶν ἀνθρώπων ἡ καρδιά µου στήν ὀδύνη
Ἕνας κενός ἤµουν στή ζήση πρόβατον ἀπολωλός
ξυλάρµενο στό µαύλισµα τῶν µακρυσµένων λιµανιῶν
δαρµένος ἀνελέητα στίς µαργιολιές τῶν κοριτσιῶν
τῶν θαλασσῶν στιγµατισµένος, ἕνας ναυτικός
Τή δόλια ἀκούω Κύριε ἰαχή τοῦ Σατανᾶ
τίς ξένες ἄρρωστες νά ἡδονίζεται τίς ἡδονές
νά σέ προδίδουν οἱ πρωτόπλαστοι ἀπανωτά
ἀκούγοντας τίς νηστικές παιδιάστικες φωνές
Σ’ ἀκούω Κύριε πού πεινᾶς σ’ ἀκούω πού διψᾶς
καί λειώνω µές τό ἀνήλεο τοῦ κόσµου τό καµίνι
Σέ βλέπω Κύριε ξέντυτο σέ βλέπω νά βογγᾶς
καί τό µυαλό µου ὅµοια καιοµένη βάτος
Στόν κόσµο τοῦτο τῆς φθορᾶς τῶν ρυπαρῶν τή δίνη
ἔρηµος εἶµαι σάν δενδρί σέ στοιχειωµένο δάσος
Οἱ λύκοι Κύριε τό ψωµί τό τρῶν οἱ χορτασµένοι
καί τό νερό τό πίνουνε τῆς γῆς οἱ κολασµένοι
Οἱ φαῦλοι ἅρπαγες στιβάζουν γιοῦκο τόν παρά
κλεµµένο ἀπ’ τό ὑστέρηµα τῶν ἀδυνάτων µόχθο
αὐτοί πού οἱ δόλιοι µέσα τους µυρίζουν βρωµασιά
ἔκαναν τά βοτάνια σου φαρµάκι κι ἀψινθιά
Τό βλέπω Κύριε πώς διακρύζεις τό βλέπω πώς πονᾶς
οἱ ἄνθρωποι σέ προσπερνοῦν καί φεύγουνε ἀλάργα
Τά πάθια σου ὑποκριτικά µιά µέρα τά θρηνοῦν
τήν ἄλλη, σάν ποτέ µήν ἤσουν, ἀµέσως σέ ξεχνοῦν
Κρίνο τούς ἔδωσες καρδιά καί τήν ἐκάµαν µούσκλι
τῆς ψυχῆς τό εὔθραυστο τό κρύσταλλο ἔγινε τζάµι
γιά νά γλιστροῦν Μαγδαληνές ἀπάνω του καί Γιούδοι
κ’ αἰσχρά νά ἐπικάθονται ὅλοι οἱ λεροί Πιλάτοι
στό σβέρκο τῶν ἄµεµπτων ἀµνῶν καί στῶν λαῶν τήν πλάτη
Κύριε, Κύριε, πόσο µοχθεῖς καί σβήνεται τό φῶς µου
κάθε φορά πού τυραννιέσαι ὅλο καί πιό φριχτά
ν’ ἀντιπαλεύεις µόνος σου τήν καταχνιά τοῦ κόσµου
καί νά σκοντάφτεις, νά τρικλίζεις καί νά παραπατᾶς
ποῦ νά ’βρεις ἕνα στήριγµα ποῦ νά ’βρεις µιάν ἐλπίδα;
Αὐτούς π’ ἀγάπησες πολύ σοῦ µπήγουν τή λεπίδα
κι ὅλους τούς ὑποµένεις κι ὅλους τούς ἀγαπᾶς
σέ νοιώθω Κύριε σέ νοιώθω κι ἄς εἶµαι Βαραββᾶς!
Ἐγώ τῶν ἄγριων θαλασσῶν ὁ ἄφοβος τῶν καραντί
ἀνάξιος εἶµαι Κύριε νά σταυρωθῶ µαζί σου
Τώρα κιοτής τῶν πέλαγων θωρώντας τή µορφή σου
πώς µοῦ ξεσχίζει τήν καρδιά ἡ ἄκρα σιωπή σου
τό βλέµµα σου τό ἄσπιλο ὦ, πώς στή γῆ πλανᾶται
ἐκτός ἀπό τή Μάννα σου κανείς δέν σέ θυµᾶται
σέ τοῦτο τ’ ἄδικο φριχτό µαρτύριο τῆς ψυχῆς
Γιατί ἀκόµη σταύρωσες Ἀφέντη µου, γιατί;