[…] Καθώς έκλεινε την πόρτα του σπιτιού, ακούστηκαν πολλές φωνές που τον αποχαιρετούσαν και δευτερόλεπτα μετά είχε ήδη ανοίξει τη δική του. Με το που μπήκε σπίτι του έβγαλε τα παπούτσια και τα ρούχα και μπήκε κάτω απ’ το λευκό σεντόνι του κρεβατιού, ξεχνώντας να πάρει το κινητό. Το στόμα του ήταν ελαφρώς ανοιχτό και οι κόρες εστίαζαν σ’ ένα σταθερό σημείο του ταβανιού, χωρίς να βλέπει ουσιαστικά κάτι. Το ένα του χέρι ήταν δίπλα απ’ το μπούτι του και το άλλο από κάτω, ενώ τα πόδια δεν ήταν παράλληλα αλλά σχημάτιζαν μια μονοψήφια, οξεία γωνία. Σ’ εκείνη τη στάση ήταν ο ¶αρον όταν συνειδητοποίησε πως όλα, τα πάντα στον κόσμο του είχαν γίνει διαφορετικά, πιο όμορφα απ’ ό,τι τα ήξερε. Δεν είχε ιδέα ότι αυτό ήταν δυνατό, αγνοούσε την πιθανότητα ν’ απολαύσει ειλικρινά τα πράγματα που δεν τον άγγιζαν ούτε στο ελάχιστο. Παραδέχθηκε πως η κατανόησή του για εκείνα ήταν ανύπαρκτη ή έστω επιδερμική και αναρωτήθηκε πόσα ακόμη να υπήρχαν που θεωρούσε αδύνατα και για τα οποία ήταν απαθής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν δυνατά και μπορούσαν να τον συναρπάσουν. Εκείνο το βράδυ είχε το επιστημονικό και το προσωπικό ενδιαφέρον να τ’ ανακαλύψει και σε σύζευξη με τη βούλησή του θα το έκανε, αφού πρώτα εμβάθυνε σ’ εκείνο που απόψε τον είχε αφυπνίσει, έστω και για λίγα λεπτά. Πριν τον τυλίξει ο ύπνος, ο ¶αρον αισθάνθηκε αληθινή ευγνωμοσύνη για την τωρινή του συνειδησιακή κατάσταση, για το ζεστό σπίτι και το μαλακό κρεβάτι. Ανυπομονούσε να κοιμηθεί, να ονειρευτεί, αλλά και να ξυπνήσει για ν’ ανακαλύψει. Διαπίστωσε, επίσης, πως έπρεπε να εκδηλωθεί ακόμα και αν δεν ήταν θρήσκος. Έπρεπε να διαφύγει από μέσα του ένα «ευχαριστώ» προς τον ουρανό.
Το επόμενο πρωί δεν βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο ευαισθησίας, αλλά όσο η μνήμη του λειτουργούσε ήξερε πως ο τρόπος για να φθάσει σε μια πιο αντικειμενική ενατένιση της ζωής, της αρμονίας και της ευχάριστης εμπειρίας ήταν βλέποντας τον κόσμο με τα μάτια που άνοιξαν το προηγούμενο βράδυ. Ήθελε τα πνευματικά μάτια για να ξαναδεί εκείνη την ομορφιά που διεγείρει το πνεύμα, ευφραίνει την ψυχή και ενσωματώνει το φυσικό του στοιχείο στη φύση. Αν δεν είχε γνωστέψει το προηγούμενο βράδυ, αν δεν είχε πιει μία σταγόνα σοφίας δεν θα καταδίκαζε αλλά ούτε θα ενστερνιζόταν την ορθότητα αυτών των φαντασιόπληκτων, κατά μερικούς, βλέψεων. Ήθελε να τη δει ξανά και να μάθει περισσότερα.
Έβγαλε τις πιτζάμες, ενεργοποίησε το λάπτοπ και σερβιρίστηκε κρύο γάλα με μπισκότα βουτύρου μέχρι αυτό να φορτώσει και ετοιμαστεί για χρήση. Κάθισε στον καναπέ που έβλεπε προς την πόρτα και την τηλεόραση και πληκτρολόγησε στη γραμμή αναζήτησης στο διαδίκτυο για να εντοπίσει βιβλία που θα τον βοηθούσαν στην κατανόηση της ζωγραφικής και θα παρείχαν τις ανάλογες εικόνες. Όσο περιηγούταν στην ιστοσελίδα συνάντησε πληθώρα τέτοιων βιβλίων και ενώ ήταν έτοιμος ν’ αγοράσει μερικά απ’ αυτά, ειδοποιήθηκε εγκαίρως απ’ τη σελίδα πως θα έπρεπε να περιμένει κάποιες μέρες μέχρι την αποστολή. Δεν μπορούσε να το ανεχθεί.
Φόρεσε γρήγορα τα παπούτσια του και βγήκε απ’ το σπίτι χωρίς ενδοιασμό. Με γρήγορο βηματισμό έφθασε στο βιβλιοπωλείο, πέντε στενά μακριά, και κακάρισε σαν εύπιστο παιδί όταν συνειδητοποίησε πως πίσω απ’ την τζαμαρία ένας πωλητής εξυπηρετούσε μία πελάτισσα και ας ήταν Κυριακή. Κυριευμένος από πρεμούρα και αυθορμητισμό, πήρε τέσσερα σχετικά βιβλία χωρίς να κοιτάξει κανέναν, ούτε καν τον ταμία του βιβλιοπωλείου για δεύτερη φορά. Όσο πλησίαζε προς την πολυκατοικία, το χαμόγελό του άστραφτε όλο και περισσότερο κάνοντας τα μάτια του να γυαλίζουν. «Τι εμπειρία! Τι ενθουσιασμός! Τι ζωντάνια!» είπε στον αγνώριστο εαυτό του. Όταν μπήκε επιτέλους στο κτίριο έτρεξε σαν αφηνιασμένος. Ανέβηκε απ’ τη σκάλα τρέχοντας λες και τον περίμενε στην κορυφή η χρυσή πύλη του παραδείσου.
«Καλημέρα!» φώναξε σ’ έναν δύσμοιρο κάτοικο της πολυκατοικίας που δεν πρόλαβε να καταλάβει ποιος κόντεψε να τον πάρει παραμάζωμα.
Το χέρι του ¶αρον έτρεμε, δεν μπορούσε να βγάλει τα κλειδιά απ’ την τσέπη και αφού το κατάφερε, δεν μπορούσε να βρει την κλειδαριά. Η καρδιά του δονούταν πιο γρήγορα από εκείνη ενός αρσενικού κολιμπρί σε περίοδο αναπαραγωγής. Μπήκε μέσα, κοπάνησε την πόρτα για να την κλείσει, πέταξε τα κλειδιά στο τραπέζι και ξάπλωσε μπρούμυτα στον καναπέ χωρίς να βγάλει τα παπούτσια του.
«Έχω τρελαθεί, έχω τρελαθεί!» επαναλάμβανε ο παρατηρητής μέσα του όσο τον είχε καταλάβει η μανία να βρεθεί μόνος με βιβλία που μέχρι χθες τον κρατούσαν ασυγκίνητο. Η λαχτάρα του για να γνωρίσει έναν νέο, φανταχτερό κόσμο ο οποίος θα έτρεφε έναν καινούριο εσωτερικό, ήταν ένα απ’ τα προσωπεία της ωμής δύναμης της φύσης του. Ήταν διψασμένος για ζωή και η πηγή ήταν μπροστά του. Ήταν ένα απλό βιβλίο ζωγραφικής. Ήταν όμως εκστασιασμένος. […]