Από τη δολοφονία του Πέτρουλα ως την υπογραφή των μνημονίων, δυο γενιές Ελλήνων δίνουν τις δικές τους μάχες καιπαλεύουν με τους δικούς τους δαίμονες. Ο φόβος του χωροφύλακα δίνει τη θέση του στην απόγνωση της μοναχικής κοινωνίας των καταναλωτών. Η λογοκρισία των απροκάλυπτων φασιστικών καθεστώτων μετατρέπεται σε απάθεια και κυνισμό, ενώ το ποιητικό παράδοξο επιβεβαιώνεται… Η ειρήνη θέλει δύναμη για να την αντέξεις…
Οι ήρωες του Πολέμου Κάμπος παλεύουν τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν για ελευθερία και δημοκρατία, μα πάνω από όλα παλεύουν για να παραμείνουν άνθρωποι, έχοντας στραμμένη την καρδιά τους και τη σκέψη τους στην κοινωνία του μέλλοντος.
[…]
Κοιτώντας έξω από το τζάμι, έβλεπε το καράβι της γραμμής, που ετοιμαζόταν να
δέσει στο λιμάνι και είπε στη μάνα μου, «Τους χάλασε η ειρήνη Ελένη! Ποιος να
το περίμενε πως είχε δίκιο ο ποιητής όταν έλεγε πως Η
Ειρήνη θέλει δύναμη για να την αντέξεις… Ποιος να το περίμενε Ελένη πως
δεκαπέντε χρόνια ειρήνης θα κατάφερναν αυτό, που δεν κατόρθωσαν διακόσια χρόνια
πολέμου…» σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε, «Μπορεί τώρα να μην φοράνε
τρύπιες κάλτσες τα παιδιά τους στα πόδια, μα δεν υπάρχει χειρότερο δηλητήριο
για την καρδιά και τον νου από μια άνυδρη ψυχή. Θυσιάζουν το ταλέντο τους για
να πρωταγωνιστήσουν σε ηλίθιες ταινίες, γελάνε όλη την ώρα και περνάνε δήθεν
καλά, ενώ βιώνουν τη χειρότερη εγκατάλειψη. Υιοθετούν άκριτα όλα τα
καταναλωτικά πρότυπα και τον άκρατο ατομισμό της δύσης, ενώ σέρνουν όλα τα
αρνητικά κατάλοιπα των μικροκοινωνιών, που μεγάλωσαν, για να κάνουν επίδειξη,
είτε στην πόλη, είτε στο χωριό. Θα μας φάνε τα σκυλάδικα, τα τζιπ και τα
τρακτέρ! Αξιολύπητοι, τριγυρνάνε από βουλευτή σε βουλευτή για ένα ρουσφετάκι.
Πότε μωρέ ο Έλληνας έσκυβε τόσο δουλικά μπροστά στην εξουσία;» είπε και
μισογελώντας πικρά τελείωσε τον μονόλογό του, «Να δεις που σε λίγο θα καίνε τις
βιβλιοθήκες των γονιών τους για να πυρώνουν τα τζάκια τους κι όχι τα μυαλά
τους!» […]
[…]
Εντελώς μηχανικά άφησε τον υγρό δρόμο και μπήκε μέσα στο πρώτο μπαρ που
συνάντησε. Ένα ύποπτο σκοτεινό μπαρ με φιμέ μπλε τζάμια, όπου από τον προθάλαμό
του αντιφέγγιζε ένα κόκκινο μεθυστικό και έντονα αρωματικό χρώμα. Ήθελε να
μοιραστεί απεγνωσμένα το βάρος που ένιωθε. Ήθελε να κλάψει, να γελάσει, να
ξεχάσει, να κάνει όνειρα για το μέλλον, όλα αυτά μαζί χωρίς σκοπό κι ειρμό.
Δυο
αντίρροπες δυνάμεις τον τραβούσαν η καθεμία μια προς τη δικιά της κατεύθυνση κι
αυτός μετέωρος πάνω από το χάος αφουγκραζόταν τις σειρήνες του έρωτα και του
θανάτου. Μα πιο πολύ απΆ όλα τον φόβιζε η τρέλα. Αλήθεια, τι να σκεφτόταν τις
τελευταίες μέρες της η Σοφία; Τι να την είχε οδηγήσει σε αυτό το δίχως σωτηρία
ντελίριο; Κι όσο στΆ αυτιά του αντιλαλούσαν τα τελευταία ασυνάρτητα λόγια της
Σοφίας, τόσο το σώμα του κυριευόταν και ριγούσε από αηδία. Το γέλιο και το
κλάμα της τρέλας του ήταν και τα δύο το ίδιο αποκρουστικά. Ήθελε όλα αυτά να
σταματήσουν. ΓιΆ αυτό και ξεκίνησε να πίνει εκείνη τη νύχτα ακατάπαυστα, όπως
δεν είχε ξαναπιεί ποτέ του ως τότε, λες κι η ανάγκη τον έσπρωχνε να χάσει κάθε
έλεγχο κι αναίσθητο να τον βρει ο πρωινός ήλιος. […]
Ο Στάθης Χαμπίμπης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου του 1979. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολείται επαγγελματικά ως καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του Defend Democracy Press, μιας διεθνούς πρωτοβουλίας για την προάσπιση της πραγματικής Δημοκρατίας.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ο Χορός των Πεθαμένων» (2004) και «Στα Μαραμένα Αλώνια» (2019).
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€