Απόσπασμα του ποιήματος
«Δαδούχος της Ιστορίας του φωτός», βραβεύτηκε με το 1οΒραβείο σε παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό με θέμα «Αρχαίο Ελληνικό Μεγαλείο», από τήν «Αμφικτυονία
Ελληνισμού», τον Απρίλιο του 2016.
-Στο σύθαμπο της ιστορίας
του χρόνου,
οι ρουφιάνοι του μέλλοντος
ύπουλα και μεθοδικά
ενεδύθησαν
τις απλωμένες υφαντές
φορεσιές μου,
που με τόσο μόχθο συνέθεσαν
οι προγιαστές προμήτορές
μου
στον αργαλειό του κόσμου,
έχοντας στημόνι το φώς
και υφάδι τον μυροβόλο αγέρα
της θάλασσας, στη Γή μου.
-Ύπουλα και μεθοδικά
ενεδύθησαν
ως μηροφαινίδες,
τις κοντόπεπλες καλύπτρες
της πάλης των ιαματικών
γυμνασίων μου,
διασκορπίζοντας στο άσβεστο θάμπος ομίχλη,
σΆ όλα τα ενεργειακά σημεία
τΆ ορίζοντα…
-Ύπουλα και μεθοδικά
ενεδύθησαν
τις ολοκέντητες φορεσιές
των ιματίων
της ιακχαγωγού παρουσίας
μου,
ανάμεσα απΆ τα ξεσκέπαστα
και υπαίθρια θέατρα
της αίγλης και της φωσφόρου
προγονικής μου ανάτασης.
-Ύπουλα και μεθοδικά
ενεδύθησαν
οι «τρώκτες»,
οι γυρολόγοι αγύρτες του
άκρατου πλουτισμού,
της βίας και του
σκοταδισμού
και άπληστα γυροφέρνουν
τα σπασμένα κομμάτια μου
στις ρούγες των παζαριών,
εκεί όπου αργυραμοιβοί και
πληρωμένοι ντελάληλες,
με δόσεις εκπορνεύουν τις σχισμές
απΆ την ικμάδα της νιότης μου…
-Ύπουλα και μεθοδικά
παραχώνουν
τους αρχέγονους ήχους των
σπαραγμών μου
και με εκλιπαρούν ακόμα και
να σιωπήσω,
για να πλουτίζουν
ανενόχλητοι
απΆ τα κομματιασμένα μου
μέλη,
σε τιμή ευκαιρίας…
Την ανίερη λεηλασία του
τεμαχισμένου μου κορμιού
την βάφτισαν δημοπρασία,
προσβάλλοντας και την
πανίερη λέξη
του άλλοτε «δημοπρατείν» τΆ
αγαθά.
Η ψυχή της φεγγοβόλου ακμής
μου
σύρεται κομματιασμένη στα
Μαυσωλεία φυλακές,
στις μακρινές κι ανήλιαγες
χώρες τους…
-Και Εγώ,
με κομμένα τα χέρια τώρα
πώς θες να χαϊδέψω και να
γαληνέψω
την φουρτουνιασμένη αντάρα
της ψυχής σας;
-Πώς θες να ξεδιαλύνω
την αβάσταχτη θλίψη στα
μάτια σας,
με σβησμένα και
ακρωτηριασμένα
τα χαρακτηριστικά του
προσώπου μου;
-Πώς θες να σου ψιθυρίσω
λόγια αγάπης ζεστά,
τρυφερά,
να σου εμπνεύσω χάρη
ερωτική,
όταν βιάζουν ασύστολα
και τους πάλλοντες
συλλαβισμούς της φωνής μου;
-Πώς θες να σε γαλουχήσω
με το φως της ψυχής μου,
όπου ολοένα ξεκληρίζουν τα
νειάτα μου
και υφαρπάζουν την
πνευματική μου κληρονομιά;
-Δεν βλέπεις;
-Δεν ακούς;
Η χροιά της φωνής μου
ολοένα σβήνεται
με τον συναγελασμό των
βαρβάρων
και η βουβή ελεγεία των
θρήνων μου,
ψυχορραγεί την ματωμένη μου
καρδιά…