[…] Ήταν η τελευταία ημέρα του Απρίλη, όταν στο χωριό μαθεύτηκε ότι ένας ακόμα στρατιώτης, ο Βασίλης, επέστρεψε. Ήταν ο συγχωριανός που είχε φύγει μαζί με τον Σωτήρη για το μέτωπο και πρέπει να υπηρετούσαν στην ίδια στρατιωτική μονάδα. Τώρα, γιατί δεν επέστρεψαν μαζί, όπως έφυγαν; Η μάνα του Δήμητρα και η γυναίκα του Κατερίνα δεν μπορούσαν να περιμένουν περισσότερο. Πρωί-πρωί Πρωτομαγιάς ξεκίνησαν για το σπίτι του Βασίλη, γιατί ήθελαν να ακούσουν με τα αυτιά τους κάτι, ο,τιδήποτε για τον άνθρωπό τους. Το σπίτι του Βασίλη ήταν αρκετά μακριά από το δικό τους, στην άλλη άκρη του χωριού. Είχε σκοπό να πάει ο ίδιος να τις ενημερώσει, αλλά τον πρόλαβαν εκείνες.
Τις είδε από το παράθυρο του σπιτιού του να πλησιάζουν, βγήκε στην αυλή να τις υποδεχτεί και, πριν ανοίξει το στόμα του, τα είπε όλα με τα μάτια. Εκείνες το κατάλαβαν: «Εγώ, με τα χέρια μου τον έθαψα, γυναίκες. Η ψυχή του τώρα αναπαύεται στα βουνά της Αλβανίας. Να είστε υπερήφανες για το παλικάρι σας», ήταν τα λόγια του.
Ο πόλεμος και η μετανάστευση είναι τα ακραία κοινωνικά φαινόμενα που κατά τεκμήριο πλήττουν περισσότερο τους άντρες από τις γυναίκες. Άντρες είναι οι περισσότεροι άνθρωποι που χάνουν τη ζωή τους στα πολεμικά μέτωπα, όπως και εκείνοι που παίρνουν τον δρόμο της ξενιτιάς για να εργαστούν συνήθως κάτω από αντίξοες συνθήκες. Όμως, η γνώμη μου πάντοτε ήταν ότι οι γυναίκες είναι τα πιο τραγικά πρόσωπα.
Ο ξενιτεμένος άντρας είναι ο πρωταγωνιστής της μετανάστευσής του, αλλά η κατάσταση αυτή έχει άλλο νόημα, εάν πίσω του βρίσκεται κάποια γυναίκα που τον περιμένει. Ο άντρας στρατιώτης χάνει τη ζωή του στο πεδίο της μάχης, αλλά η γυναίκα (μάνα, σύζυγος, κόρη, αδερφή…) είναι εκείνη που κρατάει μέσα της τον πόνο του θανάτου σε όλη της τη ζωή.
Σαν φιγούρες αρχαίας τραγωδίας οι δύο γυναίκες, μάνα και γυναίκα του Σωτήρη, φορτωμένες με τον πόνο τους πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Διασχίζοντας ολόκληρο το χωριό μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, η μία κρατιέται από την άλλη για να μη λυγίσουν. Το ίδιο θα κάνουν για δεκαετίες μέχρι τον θάνατό τους. Τον δικό τους Έκτορα δεν θα μπορέσουν να τον φέρουν ποτέ νεκρό κοντά τους για να τον θρηνήσουν, όπως η αρχαία Εκάβη και η Ανδρομάχη.
Ο άνθρωπός τους έμεινε για πάντα στα βουνά της Αλβανίας, πρόχειρα θαμμένος δίπλα σε άλλους Έλληνες και Ιταλούς στρατιώτες. Ποτέ δεν έμαθαν πού ακριβώς βρίσκεται και πώς λέγεται ο τόπος που άφησε την τελευταία του πνοή. Ποτέ δεν είδαν ό,τι έβλεπε εκείνος γύρω του τις τελευταίες στιγμές της ζωής του ούτε μπόρεσαν να δουν κάπου επίσημα “γραμμένες” εκείνες τις στιγμές. […]
[…] Δεν ήταν εύκολη η ζωή της τότε, αλλά δεν υπήρχαν ευθύνες και η παιδική αμεριμνησία κάλυπτε κάπως τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Τώρα έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Έχει δύο μικρά παιδιά να μεγαλώσει, τον άντρα της στη φυλακή και, χωρίς τις πλάτες του πατέρα της που δεν είναι πλέον στη ζωή, έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της. Ήταν, βέβαια, δυνατή γυναίκα και μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, αλλά τι δουλειά να κάνει στο χωριό χωρίς έναν άντρα δίπλα της; Το πρόβλημα επιβίωσης είναι πλέον σοβαρό.
Ο ανιψιός του άντρα της, ο «ψηλός», δύσκολα τα βγάζει πέρα μόνος του, άρα ούτε λόγος να γίνεται για προσφορά βοήθειας εκ μέρους του. Η γυναίκα άρχισε να ξενοδουλεύει, όπου έβρισκε. Τα καλοκαίρια ως εργάτρια στα χωράφια, μεροδούλι-μεροφάι. Ο δρόμος της μετανάστευσης εκείνα τα χρόνια ήταν σχεδόν άγνωστος στην περιοχή. Το 1960, που η μετανάστευση πήρε μαζικό χαρακτήρα προς τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης, θα αργήσει να έρθει.
Η Θέκλα είχε κάθε λόγο τώρα να εγκαταλείψει τελείως τη συζυγική στέγη, αλλά δεν το έκανε. Ο άντρας της ήταν μάλλον ένας από αυτούς τους λόγους και όχι γιατί δεν υπήρχε πλέον ως σύζυγος. Θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει γιατί δεν ήταν ο έρωτας της ζωής της, δεν βρέθηκε άδικα στη φυλακή και δεν ήταν ο άνθρωπος που άξιζε μια γυναίκα να τον περιμένει στα γεράματα να αποφυλακιστεί. Τον είχε παντρευτεί για τον ίδιο λόγο που είχαν παντρευτεί οι περισσότερες γυναίκες τότε τους άντρες τους, γιατί έπρεπε, γιατί αυτός είναι ο προορισμός της γυναίκας, δηλαδή να αποκατασταθεί, να πάει στο σπίτι της, να κάνει παιδιά κ.τ.λ.
Ήταν και ο πατέρας της που έδωσε τον λόγο του και ας τον έδωσε χωρίς τη θέλησή του. Πώς θα μπορούσε να πει «όχι» στον άντρα που ζήτησε να παντρευτεί τη Θέκλα, αφήνοντας επιδεικτικά να φαίνεται το περίστροφο που κρατούσε στην τσέπη του;
Το «ναι» το είπε και η ίδια. Οι γυναίκες σχεδόν πάντα έλεγαν «ναι», όταν ήταν να παντρευτούν, όπως έλεγαν σχεδόν πάντα «όχι», όταν ήταν να χωρίσουν. Η εξάρτηση από τον άνδρα ήταν η μοίρα της γυναίκας σε αυτόν τον τόπο και όχι μόνο εκεί και ούτε μόνο τότε. Τη Θέκλα, βέβαια, μαζί με τη μοίρα και τη δική της αναποφασιστικότητα καθηλωμένη στη φτώχεια του χωριού την κρατούσαν και τα δύο μικρά της παιδιά, γιατί δεν είχε κανέναν για να αναλάβει τη φύλαξή τους. Όλα αυτά μαζί δεν την άφησαν να βρει δρόμο διαφυγής. Όμως, η εσωτερική ανάγκη για μια προσωρινή ή μόνιμη απόδραση από την καταθλιπτική και μίζερη κατάσταση που βίωνε υπήρχε μέχρι τέλους. […]
[…] Ιδιαίτερα κοσμικός και όχι με την πιο θετική έννοια της λέξης ήταν ο αδιάκριτος τρόπος που έβγαινε ο δίσκος για να προσφέρουν φανερά οι πιστοί χρήματα. Είναι πιθανό να είχε διαγραφεί από τη μνήμη μου ένα σχετικό περιστατικό, αν δεν είχε να κάνει με εμένα τον ίδιο. Ο νεωκόρος, περιφέροντας τον δίσκο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, φτάνει μπροστά στον πατέρα μου. Εκείνος, κοιτάζοντας γύρω του για να δει αν τον βλέπουν, ένευσε με τη γνωστή χαρακτηριστική κίνηση της πλάτης που σημαίνει: «Δεν έχω».
Αυτή η κίνηση χαράχθηκε εκείνη την ώρα στη μνήμη μου και η εικόνα της έμεινε εκεί παγωμένη για πάντα. Με αυτήν την κίνηση ο πατέρας μου αποκάλυψε δημόσια ότι δεν είχε χρήματα, δεν είχε να ρίξει ούτε μία δεκάρα στον δίσκο της εκκλησίας. Εκείνη την ώρα ένιωσα ότι ο πατέρας μου στεκόταν «γυμνός» μπροστά σε όλο το εκκλησίασμα. Δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν γι’ αυτήν τη σκηνή. Ήταν η πρώτη και ίσως η μεγαλύτερη ντροπή που ένιωσα ποτέ στη ζωή μου!
Λίγο αργότερα, όταν τελείωσε η λειτουργία, σε μια γωνία έξω από την εκκλησία περίμενα τον πατέρα μου για να πάμε στο σπίτι. Κάποια στιγμή τον είδα να έρχεται και, όταν με πλησίασε, στάθηκε μπροστά μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και εκείνη τη στιγμή άρχισα να βουρκώνω. Ο πατέρας μου έσκυψε ανήσυχος και με ρώτησε να του πω τι έχω. «Δεν ξέρω, έτσι μου ήρθε ξαφνικά», ήταν η απάντησή μου! Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι ήξερα. […]