Τα Ηρωϊκά ΒουρλάΠῶς κατεστράφη ἡ ἀκρόπολις τοῦ Μικρασιατικοῦ ἙλληνισμοῦΣυγγραφέας: Κουκουτσάκης Σταύρος

Τα Ηρωϊκά Βουρλά

Τα Ηρωϊκά ΒουρλάΠῶς κατεστράφη ἡ ἀκρόπολις τοῦ Μικρασιατικοῦ ἙλληνισμοῦΣυγγραφέας: Κουκουτσάκης Σταύρος

14,00€

Τα ξημερώματα τού Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 (παλ. ημερ.), περίπου τέσσαρες ημέρες μετά την έναρξιν τής πυρκαϊάς εις την Σμύρνην, τα Βουρλά τυλίχθηκαν εις τας φλόγας. Η πυρκαϊά αποτέφρωσεν το μεγαλύτερον μέρος τής πόλεως, καταστρέφουσα οικίας, καταστήματα, αρχοντικά, δημόσια κτίρια, ναούς. Σχεδόν τίποτα δεν εγλύτωσεν από την καταστρεπτικήν μανίαν της. Είχε προηγηθή η είσοδος τών Τούρκων, κατά πάσαν πιθανότητα Δευτέραν με Τρίτην (29-30 Αυγούστου) και η ανηλεής σφαγή εκατοντάδων αθώων. Όσοι κατώρθωσαν να γλυτώσουν από τις μάχαιρες και τις εξορίες, διέφυγαν, παντί τρόπῳ, προς τα πλησιέστερα νησιά τής Ελλάδος, κυρίως την Χίον και την Λέσβον. Βραδύτερον, πολλοί εξ αυτών ήλθαν εις την πρωτεύουσαν και τον Πειραιά, όπου εγκατεστάθησαν και ήρχισαν νέαν ζωήν.

Ο συγγραφεύς τού κειμένου, ο παλαιός διαπρεπής δημοσιογράφος και συγγραφεύς ιστορικών και λογοτεχνικών έργων Σταύρος Κουκουτσάκης, που έζησε τα τραγικά γεγονότα τής Σμύρνης και μετά την Καταστροφήν τού Αυγούστου τού 1922, ήλθεν εις τας Αθήνας και ειργάσθη επί σειράν ετών εις μεγάλας αθηναϊκάς εφημερίδας, περιγράφει εις την παρούσα μελέτην του, εις 13 συνεχείας, το δράμα τών κατοίκων τών Βουρλών, αρχίζων την αφήγησίν του ολίγον προ τής εισόδου τών Τούρκων εις τα Βουρλά και τελειώνων με την διάσωσιν τών 64, ύστερα από περιπετείας περίπου τριών μηνών.

Πρόκειται διά σπάνιον ιστορικόν κείμενον, γραμμένον περίπου οκτώ χρόνια μετά την εκρίζωσιν τού Ελληνισμού από τα πατρογονικά εδάφη, ότε ακόμη αι μνήμες ήσαν νωπές και τα τραύματα της ψυχής ανεπούλωτα. Με τον δυνατόν δημοσιογραφικόν του τάλαντον ο Κουκουτσάκης μάς δίδει, με βάσιν τα όσα ήκουσε και τα όσα τού αφηγήθησαν αργότερον κάτοικοι τών Βουρλών, έναν ολοζώντανον πίνακαν τών φοβερών εκείνων ημερών, ο οποίος ακόμη και σήμερον συγκλονίζει τον νεαρόν αναγνώστην, ο οποίος δεν έζησε τα φοβερά εκείνα γεγονότα.

Επιμέλεια: Κάρολος Μωραΐτης
ISBN: 978-960-597-212-7
Έτος έκδοσης: Αθήνα 2019
Διαστάσεις: 14 x 20.5
Σελίδες: 298
Φωτογραφίες:
Βιβλιογραφία:
Γλωσσάρι:

Προλογικό σημείωμα της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

Εισαγωγή

Σημειώσεις επί τής εισαγωγής

Βιβλιογραφία

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Κεφάλαιον 1ον

Ἡ ἄμυνα

Τό μήνυμα τοῦ Πλαστήρα

Κεφάλαιον 2ον

Ἡ ἀναχώρησις

Ἡ βραδυνή μάχη

Κεφάλαιον 3ον

Αἱ πρῶται σφαγαί

Ἡ προδοσία

Οἱ Δημογέροντες

Κεφάλαιον 4ον

  Κεμαλικός ἐπίτροπος

Ἡ πυρκαϊά

Ὁ πανικός

Κεφάλαιον 5ον

Πρός τήν Σμύρνην!…

  Χατζηχριστοφῆς

Δεκαεξάωρον κολύμβημα

Κεφάλαιον 6ον

Ἡ ἔπαυλις Κατά Μόνας…

Καλαμπάκα-Κιλισμάνι

Κεφάλαιον 7ον

Ἕνα ἄγριον δρᾶμα

Ὁ δόλος

Κεφάλαιον 8ον

Ἡ ἱστορική Παναγία

  Μπουρνά-Ντερές

Κεφάλαιον 9ον

Τά δύο κρησφύγετα

Ἡ συνωμοσία

Κεφάλαιον 10ον

Ἡ αἱματηρά συμπλοκή

Κεφάλαιον 11ον

Τό καΐκι τῆς σωτηρίας

Ὁ ὅρκος

Κεφάλαιον 12ον

Ὁ καϊκτσής

Ἡ ἀναζήτησις

  Κόρακας

Ἄλλα θύματα

Κεφάλαιον 13ον

Στήν αἰχμαλωσίαν

Μετά τόν ὄλεθρον

  Παμβουρλιωτική

ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ

Μέρος 1ον

ΒΟΥΡΛΑΣ

Ὁ Πλαστήρας

Μέρος 2ον

Ἐσήμανεν ἡ τελευταία ὥρα

Ἡ συνεννόησις τῶν ψυχῶν

Ὁ ἐμπρησμός τῆς πόλεως

Τό νέον Ζάλογγον

Δέν ὑπάρχουν πλέον Βουρλά

Σημειώσεις επί τών δύο κειμένων

Λεξιλόγιον

Συμπληρωματική βιβλιογραφία

[…] Ὁ Γιάννης, ἕνα ἀμούστακο παλληκάρι 16-17 ἐτῶν, βέρο Βουρλιωτάκι, ἀπό τό Σερέ-Μαχαλέ καί ἀνεψιός τοῦ Μανώλη Μανώλαρου, ἑνός ἐκ τῶν παλληκαριῶν πού ἦταν κρυμμένος μέσα εἰς τό πρώτον ἐκ τῶν δύο κρησφυγέτων, ἦταν τό τσομπανόπουλο, τό ὁποῖον, κάθε πρωΐ, μέ τήν συνοδείαν ἑνός ἡρακλείου ἀναστήματος τσέτου, ὀνομαζομένου Ἀλῆ, καί ἑνός ἄλλου μικροῦ αἰχμαλώτου, ἐκ τῆς παρά τό Ἰκόνιον Σπάρτης τῆς Πισιδίας90, ἔβγαινε διά νά βοσκήση ἕνα μεγάλο ποίμνιον αἰγοπροβάτων.

Τό Βουρλιωτάκι αὐτό, γνωρίζοντας ἀπό προηγουμένην πεῖραν ὅτι εἰς τόν Μπουρνά-Ντερέν, οἱ κατσάκηδεςτοῦ μεγάλου πολέμου εἶχον διοργανώσει ἕνα τέλειον καί ἀνεξιχνίαστον κρησφύγετον, ἔπεισε τόν ἀρειμάνιον φρουρόν του, Ἀλῆν, νά ὁδηγῆ τά αἰγοπρόβατα πρός ἐκείνην τήν περιφέρειαν, μέ πρόσχημα ὅτι, δῆθεν, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀφθονωτέρα βοσκή καί μέ τήν ἀπόκρυφη ἐλπίδα ὅτι κάποτε θά παρουσιάζετο, ἴσως, καμμιά εὐκαιρία νά ἀνακαλύψη τό κρησφύγετον, νά σπάση τόν τοῖχον, νά χωθῆ μέσα καί νά εὕρη τόν καιρόν νά τό ξανακλείση, ἐπιμελῶς, πρίν τό ἀντιληφθῆ ὁ Τοῦρκος. Πήγαινε, λοιπόν, ἐκεῖ καί, καθώς ὁ Ἀλῆς ἀνεπαύετο ξαπλωμένος ἐπί τῆς χλόης ἤ κοιμώμενος, ὁ Γιάννης ἄφινε τά μάτια του νά πλανῶνται κατά μῆκος τῆς κλιτύος τῆς χαράδρας προσπαθοῦντα νά ἀνακαλύψουν τόν κούφιον τοῖχον τοῦ κουροῦ-τσαήλ.

Ἐπί τέλους, μίαν ἡμέραν, ἑνάμισυ μῆνα μετά τήν καταστροφήν τῶν Βουρλῶν, ἡ τύχη ἐφάνη εὐνοϊκωτέρα πρός τόν Γιάννην.

Ἦτο μεσημέρι τῆς 12ης Ὀκτωβρίου.

Ὁ ἥλιος ἔκαιε φλογερός καί ὁ Ἀλῆς εἶχε πέσει εἰς βαθύν ὕπνον. Ὁ μικρός Σπάρταλης, τό τσομπανόπουλο πού συνώδευε τό Βουρλιωτάκι, ἐκάθητο εἰς μίαν ἄκραν κάτω ἀπό μίαν ἐληάν καί ἔκλαιε τήν τύχην του. Ὁ Γιάννης ἐρευνοῦσε, ἀκόμη, μέ τά μάτια…

Αἴφνης, ἀκούει μίαν φωνήν γνώριμον. Μίαν φωνήν πού ἔβγαινε ἀπό τά σπλάγχνα τῆς γῆς, πίσω ἀπό τήν πλαγιάν τῆς χαράδρας:

–Γιάννη! Βρέ Γιάννη!

Ὁ μικρός τά ἔχασε. Κοκκίνισε, κιτρίνισεν, ἔρριψε γύρω του λοξά βλέμματα διά νά πεισθῆ ὅτι κανείς δέν τόν παραμονεύει, ἐπλησίασε πρός τό μέρος ὅπου ἠκούετο ἡ φωνή καί τότε, –τότε, μόνον,– κατώρθωσε νά ἀντιληφθῆ, μέ πολλήν δυσκολίαν, ὅτι ὁ τοῖχος τῆς χαράδρας ἦτο ἀπό λάσπη καί ἐπάνω εἰς αὐτόν μία μικρά ὀπή, ἀπό τήν ὁποίαν ἔβγαινεν ἡ φωνή καί, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ἐλαμπύριζε κάποιο μάτι.

–Ποιός εἶνε; ἠρώτησε μέ τρόμον, ἀλλά καί μέ ἐλπίδα.

–Ἐγώ, βρέ! Ὁ θεῖος σου!

–Ποιός θεῖος μου.

–Ὁ Μανώλης!

–Ὁ Μανώλαρος;

–Ναί, βρέ! Ὁ Μανώλαρος!

–Ἐδῶ εἶσαι κρυμμένος;

–Ναί! Μαζί μέ ἄλλους. Μά μήν πῆς σέ κανέναν τίποτε. Οὔτε λέξι! Τσιμουδιά!

–Ἔννοια σου!

Ἐπηκολούθησε μακρά συνδιάλεξις, κατά τήν ὁποίαν ὁ ἔγκλειστος τοῦ κρησφυγέτου προσεπάθησε νά μάθη ὅσα μποροῦσε περισσότερα περί τῆς καταστροφῆς τῶν Βουρλῶν καί τῆς τύχης τῶν αἰχμαλώτων. Ὁ Γιάννης τοῦ τά ἐξέθεσεν ὅλα, λεπτομερῶς, καί εἰς τό τέλος τοῦ ὑπέβαλε μίαν θερμήν παράκλησιν:

–Πᾶρέ με καί μένα μέσα!

–Αὐτή τή στιγμή εἶνε ἀδύνατον. Ἑτοιμάσου, ὅμως, καί αὔριο τό μεσημέρι, ἄν βροῦμε εὐκαιρία, θά χαλάσω τόν τοῖχο καί θά σέ πάρω βιαστικά μέσα. Νά προσέξης, ὅμως, νά μήν σέ πάρη χαμπάρι ὁ Τοῦρκος!

Τό Βουρλιωτάκι ὑπεσχέθη ὅτι θά ἐνεργήση μέ φρόνησιν καί ἀπεμακρύνθη. Ἀλλά, φαίνεται ὅτι ὁ ἄλλος βοσκός, ὁ μικρός Σπάρταλης, εἶχε ἀκούσει τά ψιθυρίσματα καί ὅτι τό ἐπεισόδιον ἐκεῖνο τοῦ ἔκαμε κάποιαν ἐντύπωσιν… Ἐν τούτοις, δέν εἶπε τίποτε εἰς τόν σύντροφόν του καί τό βράδυ τῆς Τετάρτης ἐκείνης ἐπέστρεψε σύννους καί κατηφής εἰς τά Βουρλά, μαζί μέ τόν Ἀλῆν καί τό ποίμνιον καί τόν Γιάννην ὁ ὁποῖος, ἐν ἀντιθέσει πρός αὐτόν, ἔπλεεν εἰς πελάγη χαρᾶς καί ἐλπίδων… […]

 

 

 

[…] Ὁ λοχαγός ἐθριάμβευε διά τήν ἀπροσδόκητον ἐπιτυχίαν του. Ἐστέκετο ἐμπρός εἰς τό ἄνοιγμα καί συλλαμβάνων κάθε ἐξερχόμενον, τόν παρέδιδεν εἰς τόν Ἀλῆν, ὁ ὁποῖος τόν μετέφερεν εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων ἀπό τοῦ σημείου ἐκείνου, τοποθετῶν χωριστά τούς ἄνδρας καί χωριστά τάς γυναῖκας, εἰς τήν ἀρχήν τοῦ συδένδρου μέρους τοῦ ἀντικρυνοῦ ἐλαιῶνος…

Τελευταῖος ἐξ ὅλων ἔβγαινεν ὁ Μανώλης Μανώλαρος, ὁ θεῖος τοῦ μικροῦ βοσκοῦ, ὁ ὁποῖος, ἀκουσίως του, εἶχε γίνει ὑπαίτιος τῆς συλλήψεως τῶν συντρόφων του.

Μόλις ἐνεφανίσθη εἰς τό ἄνοιγμα, ὁ Τοῦρκος λοχαγός, τόν ἔπιασεν ἀπό τόν λαιμόν καί τοῦ εἶπε:

–Δέν ἔμεινε κανένας ἄλλος μέσα;

–Ὄχι! ἐτραύλισεν ἐκεῖνος.

Ὁ Τοῦρκος ἐχαμογέλασεν εἰρωνικῶς καί προσέθεσε:

–Τσικάρ!… Δῶσέ μου τώρα ὅσες μπανκανόττες ἔχεις ἐπάνω σου καί ὅσα πολύτιμα πράγματα ἔχετε κρυμμένα.

Τήν στιγμήν ἐκείνην, ὁ ἀτυχής Βουρλιώτης ἀντελήφθη ὅλην τήν ἔκτασιν τῆς προδοσίας καί ἐπείσθη ἀπολύτως διά τάς ἐκδικητικάς διαθέσεις τῶν Τούρκων. Εἶχεν, ἄλλως τε, καί ἕνα ἀπεριόριστον βάρος εἰς τήν ψυχήν του, διά τήν εὐθύνην του ἀπέναντι τῶν συντρόφων τῆς δυστυχίας του καί μετανοῶν, διότι εἶχε φανῆ τόσον ἀφελής, ἐψιθύρισεν εἰς τόν Τοῦρκον:

–Κάτι ἔχομε μέσα κρυμμένο! Ἄσε με νά πάω νά σοῦ τό φέρω!

Τά μάτια του ἔβγαζαν μίαν παράδοξον καί μυστηριώδη φλόγα. Ἡ ἀποφασιστικότης του ἦτο ζωγραφισμένη εἰς τό πρόσωπόν του. Ἕνα μειδίαμα θανάτου ἐπλανᾶτο εἰς τά χείλη του.

–Τρέχα γρήγορα! τοῦ εἶπεν ὁ Τοῦρκος ἐπιτακτικῶς, μή δυνάμενος νά μαντεύση τάς σκέψεις του.

Μέσα εἰς τήν κρύπτην δέν ὑπῆρχον παρά δύο-τρία παλαιά παπλώματα, κάμποσα φορέματα καί, ἀνάμεσα σέ δύο παληές κουβέρτες, τέσσερα μάνλιχερ, στρατιωτικά, πλήρη… Ὁ Μανώλαρος ἥρπασε τό ἕνα ἀπό τά ὅπλα καί προβάλλων, αἴφνης, εἰς τό ἄνοιγμα τῆς κρύπτης, ἐσκόπευσε τόν ἀξιωματικόν καί ἐπυροβόλησε, λέγων:

–Νά! τί ἔχω γιά σένα φυλαγμένο!… ΠάρΆ τηνε!…

Ὁ ἀξιωματικός, πληγωθείς καιρίως εἰς τήν καρδίαν, ἔπεσεν ἄπνους…

ἈλλΆ οἱ στρατιῶται του ἔπεσαν ἀμέσως πρηνεῖς ἐπί τοῦ ἐδάφους καί ἤνοιξαν σφοδρόν πῦρ ἐναντίον τοῦ τολμηροῦ Βουρλιώτη, πού μόλις ἐπρόλαβε νά κρυφθῆ πίσω ἀπό τό ἄνοιγμα τῆς κρύπτης, πυροβολῶν συνεχῶς καί ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν συντρόφων του, οἱ ὁποῖοι ἔτρεξαν νά τοῦ δώσουν χεῖρα βοήθειας.

Μέ τούς πρώτους πυροβολισμούς ἔπεσαν νεκροί οἱ Ἐλευθέριος Μπογᾶς καί Ἰωάννης Σουσαμόγλους, βαρέως δέ τραυματισμένοι ὁ ἁλιεύς Μιχαήλ Γκάγκαρης καί μία γραῖα ἀγνώστου ἐπωνύμου.

Ὁ Μανώλαρος, ὅμως, ἀντέστη ἡρωϊκῶς ἐπί μίαν ὁλόκληρον ὥραν. Πυροβολοῦσε συνεχῶς, χωρίς νά χάνη τό θάρρος του καί ἀποφασισμένος νά πωλήση ἀκριβά τήν ζωήν του. Ἐπέτυχε δέ νά πληγώση βαρέως τόν ἕνα στρατιώτην καί τόν τσομπανοφύλακα Ἀλῆν ἐλαφρῶς εἰς τό χέρι.

Εἰς τό τέλος, ὅμως, ἐτραυματίσθη καί αὐτός καί βλέπων τούς Τούρκους πλησιάζοντας, ἐφύτεψε μίαν σφαῖραν εἰς τά μυαλά του, διά νά μή τόν συλλάβουν ζῶντα. […]

 

Ο δημοσιογράφος, συγγραφεύς και εκδότης Σταύρος
Κουκουτσάκης εγεννήθη εις την Σάμον τον Ιούνιον
τού 1891. Το 1901 μετέβη με την οικογένειάν του εις
την Σμύρνην, όταν ο πατήρ του Εμμανουήλ διωρίσθη
εκεί γενικός προξενικός πράκτωρ τής τότε Ηγεμονίας
τής νήσου. Εσπούδασεν εις την περίφημον Ευαγγελι-
κήν Σχολήν Σμύρνης, εκ της οποίας απεφοίτησεν αρι-
στούχος το 1909. Ακολούθως ήλθεν εις τάς Αθήνας και
παρηκολούθησε μαθήματα εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν
τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τετραετή φοίτησιν
επέστρεψεν εις την ιωνικήν πρωτεύουσαν και επεδόθη
εις την δημοσιογραφίαν. Η εφημερίς έγινε το πιστεύω
του, έγινε η θρησκεία του, έγινε το βίωμά του. Με το
έμφυτον τάλαντό του, την ευρυμάθειαν και εργατικό-
τητά του τάχιστα εξελίχθη από απλούν συντάκτην τών
εφημερίδων Νέα Σμύρνη, Τηλέγραφος, Ημερησία και
Φως εις αρχισυντάκτην τής Νέας Σμύρνης (1911) και,
τελικώς, εις διευθυντήν τής Αρμονίας (τέλη τού 1921 –
Αύγουστος 1922).
Με την Ελλάδα κλεισμένην εντός τής ψυχής του, προ-
σεπάθησε πάντοτε να διοχετεύση τούς πατριωτικούς
του παλμούς μέσα από τάς στήλας τών σμυρναϊκών
εφημερίδων, ακόμη κιΆ όταν τα φτερά τής τουρκικής
απειλής άπλωναν την μέλαινα σκιάν των επί τού λευ-
κού χάρτου, το οποίον καρτερικώς επερίμενε το πατρι-
ωτικόν του άρθρον.
Παραλλήλως προς το ξεδίπλωμα τού δημοσιογραφι-
κού και λογοτεχνικού του ταλάντου, εξέδωσε (1914),
το πρωτοποριακόν φιλολογικόν περιοδικόν Νέα Ζωή (η
έκδοσίς του διεκόπη το ίδιον έτος. Επανεξεδόθη το 1920
από τον ίδιον και τον Θεοδόσιον Δανιηλίδην. Εις το πε-
ριοδικόν εκείνο έκανε διά πρώτην φοράν την εμφάνισίν
του εις τα ελληνικά γράμματα, ο Ηλίας Βενέζης).
Από τον Μάϊον τού 1919 και εντεύθεν, όταν η Γα-
λανόλευκος θα κυματίζη πλέον υπερήφανος εις την
Σμύρνην, ο Κουκουτσάκης θα ακολουθήση τον ελληνι-
κόν στρατόν ως πολεμικός ανταποκριτής τού Ελευθέ-
ρου Τύπου, τού Ανδρέα Καβαφάκη και τής Εστίας
τών αδελφών Κύρου (1899-1974) και Αχιλλέως Κύρου
(1898-1950) και θα φθάση έως την Αλμυράν Έρημον
(τουρκ. Tuzlu çöl) και τον Σαγγάριον (τουρκ. Sakarya),
πλουτίζων ούτως τον ελληνικόν Τύπον με παραστατι-
κωτάτας περιγραφάς τών πολεμικών επιχειρήσεων. Την
ίδιαν εποχήν (1919) εξέδωσε, διά σύντομον χρονικόν δι-
άστημα, το σατιρικόν φύλλον Παπαγάλος.
Μετά τον τραγικόν Αύγουστον τού 1922, απομεινάρι
κιΆ αυτός τής φλόγας και τού μαχαιριού, θα εγκατα-
σταθή εις τάς Αθήνας διά να αρχίση μία νέαν δημο-
σιογραφικήν σταδιοδρομίαν. Συντάκτης τών μεγάλων
αθηναϊκών εφημερίδων Ελεύθερον Βήμα, Ελεύθερος
Λόγος, Ακρόπολις, Πατρίς, Εθνικός Κήρυξ, Παμπρο-
σφυγική, ειργάσθη με ζήλον και ευσυνειδησίαν και θα
καταλάβη, με τα χρόνια, επίλεκτον θέσιν εις τον δημο-
σιογραφικόν κόσμον τής χώρας. Τον Ιούλιον τού 1925
ίδρυσε, ομού μετά τού πολιτικού μηχανικού Α. Φατσέα,
την πρώτην τοπικήν εφημερίδα τής Κοκκινιάς Νέα
Κοκκινιά.
Από την 5ην Σεπτεμβρίου τού 1930 μέχρι τον θά-
νατόν του, εξέδιδε, εις την Νέαν Σμύρνην, την ομότιτλον
εβδομαδιαίαν εφημερίδα. Η Νέα Σμύρνη, η αγα-
πημένη του γεροντοκόρη, όπως ο ίδιος την απεκάλει
χαϊδευτικώς, ήτο το μεγάλον του έργον. Έργον ζωής
και πίστεως. Έργον-άθλος. Τί κόποι και τί μόχθοι, τί
θυσίας και τί στερήσεις, τί αγώνας και τί αγωνίας διά
να κρατηθή όρθιον, εις το δημοσιογραφικόν μετερίζι, το
έντυπον αυτό! Επί τέσσαρας δεκαετίας θα σταθή ο γνή-
σιος τηρητής τών μεγάλων παραδόσεων τής Σμυρναϊκής
δημοσιογραφίας. Θα κρατήση με θάρρος και αφοσίωσιν
την σκυτάλην τών εθνικών παραδόσεων. Θα διατηρήση,
ως άλλη Εστιάς, άσβεστον την μνήμην τής πατρῴας
γης. Και με τον καιρόν, η εφημερίς του, θΆ αποτελέση
την ιεράν κιβωτόν τής αλησμονήτου Σμύρνης, αλλά και
το βάθρον διά νέας εθνικάς εξορμήσεις.
Από τού 1952 και εντεύθεν διηύθυνε την Νέαν Πα-
γκόσμιον Εγκυκλοπαιδείαν.
Ηγάπησε την Σμύρνην, όσον ολίγοι. Κάποτε έγραψε:
ὍλΆ ἡ ζωή μου ἦταν Σμύρνη. Τή χάρηκα, τήν ἔζη-
σα, τήν ἔκλαψα, τήν τραγούδησα σέ ὅλες τίς μέρες,
σέ ὅλες τίς ὧρες. Ἀκόμα καί στά ὄνειρά μου κυρίαρ-
χος ἦταν καί εἶναι ἡ εἰκόνα της, ἡ ἄκαφτη καί πανω-
ραῖα καί ἡ ἄλλη εἰκόνα της τῶν ἐρειπίων.
Εδημοσίευσεν εις συνεχείας ιστορικά διηγήματα,
νουβέλλας, ιστορικάς μελέτας σχετικάς προς την Σμύρ-
νην (προ, μετά και κατά την διάρκειαν τής Καταστρο-
φής), βιογραφίας, είτε με τΆ όνομά του είτε υπό το ψευ-
δώνυμον Μάρκος Στάνας.
Εκ παραλλήλου επεδόθη εις το θέατρον γράψας, κυ-
ρίως προ τής Καταστροφής, πολλάς επιθεωρήσεις (είτε
μόνος του είτε εν συνεργασίᾳ μετΆ άλλων), αι οποίαι
εσημείωσαν μεγάλην επιτυχίαν. Εις το Θέατρον Σμύρ-
νης, αλλά και εις άλλα θέατρα εκεί, ανέβηκαν επτά(;)
θεατρικά του έργα. Κατά την περίοδον 1925-1927 εξέ-
δωσε το Πανελλήνιον Μικρασιατικόν Ημερολόγιον.
Απεβίωσεν την 20ην Ιουλίου τού 1968, εις ηλικίαν 77
ετών. Η απώλεια ήτο μεγάλη. Εχάθη διά την παράταξιν
τών αγωνιστών τής Μικρασιατικής παραδόσεως και τών
πνευματικών παραγόντων τού προσφυγικού κόσμου
ένα βασικόν της στέλεχος. Επτά έτη πριν (19/5/1961)
είχεν αποβιώσει ο νεώτερος αδελφός του Ιωάννης, επί-
σης δημοσιογράφος.
Περίπου τρία έτη προ τού θανάτου του, την 21ην
Νοεμβρίου τού 1965, εις αίθουσαν τής Εστίας Νέας
Σμύρνης επραγματοποιήθη μεγάλη συγκέντρωσις διά
να τιμηθή ο Σταύρος Κουκουτσάκης, με την ευκαιρίαν
τής συμπληρώσεως τριακονταπενταετίας από τής εκ-
δόσεως τής εφημερίδος του. Διά το έργον και την προ-
σωπικότητα τού τιμωμένου ωμίλησαν, μεταξύ άλλων, ο
διαπρεπής καθηγητής τής Θεολογικής Σχολής τού Πα-
νεπιστημίου Αθηνών και τ. πρύτανις Λεωνίδας Φιλιππί-
δης (1898-1973), ο πρόεδρος τής Ενώσεως Συντακτών
Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών Λεωνίδας Πετρομα-
νιάτης (1910-1969), ο πρόεδρος τής Εστίας Πάνος Χαλ-
δέζος (1895-1983) και ο πρόεδρος τής Ενώσεως Ελ-
λήνων Λογοτεχνών Απόλλων Λεονταρίτης (1899-1981).
Ανάλογος εκδήλωσις εγένετο και το 1960 (με την ευκαι-
ρίαν τής συμπληρώσεως τριακονταετίας από τής ιδρύ-
σεως τής Νέας Σμύρνης).
Μεταξύ τών δημοσιευμάτων του ξεχωριστήν θέσιν
κατέχει η συνέντευξις-ποταμός, την οποίαν τού πα-
ρεχώρησεν ο Τούρκος ταγματάρχης Οσμάν Φεϊζή, με
αφορμήν ολιγοήμερον επίσκεψιν τού τελευταίου εις τάς
Αθήνας το 1924. Ο Τούρκος αξιωματικός, ως εκ τής
θέσεως την οποίαν κατείχεν εις τον τουρκικόν στρατόν
(δεν αποκλείεται μάλιστα να επρόκειτο περί κρυπτο-
χριστιανού), είχε την δυνατότητα να παρακολουθήση εκ
τού σύνεγγυς το διαδραματισθέν μαρτύριον τού Ιεράρ-
χου Χρυσοστόμου και νΆ αφηγηθή βραδύτερον εις τον
Έλληνα δημοσιογράφον τούς εξευτελισμούς, τούς οποί-
ους υπέστη, και το τραγικόν του τέλος. Μέσα από τάς
σελίδας τής συγκλονιστικής εκείνης αφηγήσεως, ο ανα-
γνώστης παρακολουθεί λεπτό προς λεπτό όλο το δράμα
τού αλήστου μνήμης μητροπολίτου, από την στιγμήν,
κατά την οποίαν οι Τούρκοι εισήλθον εις την Σμύρνην
(Σάββατον, 27 Αυγούστου 1922), έως την στιγμήν, κατά
την οποίαν η ξιφολόγχη ενός στρατιώτου εκαρφώθη εις
την αριστεράν ωμοπλάτην του, εις το ύψος τής καρδιάς
(Κυριακή, 28 Αυγούστου).
Η αφήγησις είχε δημοσιευθή, με καθυστέρησιν πέντε
ετών (άγνωστον διά ποίον λόγον), εις συνεχείας, εις την
εφημερίδα Ακρόπολις (Δεκέμβριος τού 1929) και έκτοτε
παρέμενεν ανέκδοτος. Εξεδόθη διά πρώτην φοράν εις
βιβλίον το 2014, υπό τών εκδόσεων Λεξίτυπον, εις επι-
μέλειαν Καρόλου Μωραΐτη. Να σημειωθή ότι είναι η μο-
ναδική μαρτυρία την οποίαν έχομεν (έως σήμερα) από
τουρκικής πλευράς και αυτό καθιστά το κείμενον σημα-
ντικώτατον μεταξύ τών έργων, τα οποία έχουν γραφή
διά τον αείμνηστον αυτόν νεομάρτυρα τής Ορθοδοξίας.
Η έρευνα διά την καταστροφήν τών Βουρλών είναι
η δευτέρα τού Σταύρου Κουκουτσάκη, μετά από αυ-
τήν τού Σμύρνης Χρυσοστόμου, η οποία κυκλοφορεί και
αυτή διά πρώτην φοράν εις βιβλίον, περίπου 90 χρόνια
μετά (βλ. κατωτ.).
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:

* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€

Στείλτε μας την απορία σας για το προϊόν.
 

(c) λεξίτυπον | Εμμ. Μπενάκη 36 - Αθήνα. Τηλ.: 210 3832117 & 210 3845128

Yλοποίηση: Hyper Center -