[…]
Πλήρης
σύγχυση επικρατεί στην ελληνική νομική πρακτική ως προς τον καθορισμό των
εννοιών «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα». Ξεκινώντας από τους ορισμούς του έθνους
και του κράτους – όπου επίσης επικρατεί σύγχυση – εύκολα οριοθετούνται οι
έννοιες της ιθαγένειας και της υπηκοότητας. Η έννοια της ιθαγένειας συνδέεται
με την έννοια του έθνους (όπως και η εθνικότητα). Η έννοια της υπηκοότητας
συνδέεται με την έννοια του κράτους. Πριν δοθούν οι ορισμοί «ιθαγένειας» και
«υπηκοότητας», κρίνεται σκοπιμώτερο να δοθούν οι ορισμοί του «έθνους», και του
«κράτους». Έθνος (δεν είναι το σύνολο των ανθρώπων) είναι η ιδέα της κοινής
υπαγωγής από την οποία εμφορείται ένα σύνολο ανθρώπων. Το έθνος είναι ιδέα ενώ το
κράτος είναι ωμή, φυσική πραγματικότητα. Η έννοια του κράτους δεν νοείται χωρίς
την συνύπαρξη της χώρας, του λαού και της εξουσίας. Η ιθαγένεια επισημαίνει την
αρχική καταγωγή, την από τη γέννηση κτήση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων(origin,) ενώ η
υπηκοότητα την επίκτητη και μετά την γέννηση, την μη αρχική κτήση δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων. Οι Κύπριοι είναι υπήκοοι της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχουν
ελληνική ιθαγένεια. Οι έγχρωμοι της Αφρικής και της Ασίας αποκτούν την ελληνική
υπηκοότητα και όχι την ελληνική ιθαγένεια. Δικαίωμα απόκτησης γης στις
παραμεθόριες περιοχές έχουν οι Έλληνες ιθαγενείς καιόχι οι Έλληνες υπήκοοι. Η υπηκοότητα χάνεται
και μεταβάλλεται, όχι η ιθαγένεια.
Παρά την ευγενή προσπάθεια του Υπουργείου Εσωτερικών
να τοποθετήσει επί ορθής βάσεως τις έννοιες «ομογενής» και «αλλογενής», το
αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό.
[…]
Παραθέτω παρακάτω ορισμένους προβληματισμούς, οι
οποίοι αποτέλεσαν το κέντρο του ενδιαφέροντός μου όσον αφορά την αιτιολόγηση
των εκφραζόμενων γνωμοδοτήσεων.
Ως
πρόλογος, επισημαίνεται ότι η ιθαγένεια αποτελεί μεν ένα ατομικό δικαίωμα, το
οποίο όμως διέπεται από ορισμένες αρχές, όπως μεταξύ των άλλων η αρχή του
αίματος. Η εν λόγω αρχή συνδέεται με τις συγγενικές σχέσεις των ατόμων και
περαιτέρω τα κληρονομικά δικαιώματα που καθορίζονται από αυτές. Έτσι, όποιος
αξιώνει δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή έχει και το βάρος της απόδειξης των
ουσιαστικών γεγονότων που στηρίζουν το δικαίωμά του αυτό, μεταξύ των οποίων
είναι και η ιθαγένεια του κληρονομούμενου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 28 του
Αστικού Κώδικα («Οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας
που είχε οκληρονομούμενος όταν
πέθανε»). Επομένως, ορθώς υποβάλλονται αιτήσεις κατιόντων περί ανάκτησης της
ελληνικής ιθαγένειας των αποβιωσάντων συγγενών εξ αίματος (όπως γονέων),
προκειμένου να αποκτήσουν οι ίδιοι τη νόμιμη μοίρα που δικαιούνται. Εάν ο
αποβιώσας είχε την ελληνική ιθαγένεια εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο,
διαφορετικά το δίκαιο της δεύτερης χώρας της οποίας την ιθαγένεια είχε
αποκτήσει.
Αυτό
συνάδει και με το γεγονός ότι με τον φυσικό θάνατο ενός ατόμου δεν λύονται
ταυτόχρονα και οι συγγενικές σχέσεις, δεδομένου ότι εξακολουθούν να υφίστανται
τα παρεπόμενα έννομα συμφέροντα των ζώντων συγγενών. Υπενθυμίζεται ότι η μέχρι
τώρα πρακτική του Τμήματος Καθορισμού Ιθαγένειας ήταν να εξετάζει θετικά
αιτήματα των κατιόντων αποβιωσάντων ατόμων σε περίπτωση που επικαλεστούν οι
κατιόντες έννομο συμφέρον ακόμη και κατΆ εξαίρεση, όπως για παράδειγμα
προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 3 του Ν. 2119/1993 (Κύρωση Κώδικα
διατάξεων «περί μητρώων αρρένων») όσον αφορά την εγγραφή στα μητρώα Αρρένων
κατΆ αρχή μόνο για άρρενες αδήλωτους που βρίσκονται στη ζωή αλλά όχι και για
αποβιώσαντες, πλην της περίπτωσης που προσδοκάται έννομο συμφέρον.
Ένας τρίτος προβληματισμός μου
αφορά τον τρόπο εξέτασης των υπό συζήτηση θεμάτων. Έτσι, θεωρώ ότι δεν είναι
πλήρης η εξέτασή τους από διοικητικής, μόνο, πλευράς. Δηλαδή, πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη και οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες της χρονικής περιόδου
κατά την οποία εκδόθηκαν οι αρχικές διοικητικές πράξεις.
Εξάλλου, η εκάστοτε νομοθεσία αντανακλά αυτές τις
συνθήκες. Διότι για τη συγκεκριμένη εποχή που εκδόθηκαν οι ανακλητικές
αποφάσεις μπορεί να συνέτρεχαν για την τότε πολιτική εξουσία λόγοι αποστέρησης
της ελληνικής ιθαγένειας (υπηκοότητας) ατόμων που ανήκαν σε πολιτικές οργανώσεις
που ήταν υπό διωγμό, λόγοι οι οποίοι έχουν εξαλειφθεί στις σημερινές συνθήκες.
Υπενθυμίζεται ότι το ΛΖ/1947 Ψήφισμα «Περί αποστερήσεως της ελληνικής
ιθαγένειας προσώπων αντεθνικώς δρώντων εις το εξωτερικόν» καταργήθηκε με το
άρθρο 9 του Ν. 1540/1985.
«Οι
αλλοδαποί δεν θα απελαύνονται στον τόπο καταγωγής τους, αν αρνηθούν να δώσουν
τα στοιχεία τους ή εάν αυτά διαπιστωθεί ότι είναι παραποιημένα».
Διαφωνώ
απόλυτα.
Πολλά ερωτηματικά σε νομικούς κύκλους έχει
προκαλέσει πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου που αφορά λαθρομετανάστες
κρατούμενους σε Ελληνικές φυλακές.
[…]
Η
τοποθέτηση του GARDNER στο «What lawyers mean by citizenship» και του Garry Wickham (1993 p.
2) ως προς τη νομική, πολιτική αλλά και κοινωνική διάσταση της υπηκοότητας
δεν αντέχουν σε επιστημονική εξέταση. Όλες οι τοποθετήσεις που έγιναν στην Conference στις 21 και 22 Σεπτεμβρίου στο University College London περιέγραψαν εξ απαλών ονύχων το πρόβλημα. Η επισήμανση περί της
διαφορετικότητας των δικαιωμάτων των γυναικών που αποκτούν την υπηκοότητα ενός
κράτους, που έγινε από τον SUMMERS (1991, p. 24) έχει ελάχιστες δόσεις ανταπόκρισης
προς τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Η ισότητα άνδρα και γυναίκας
κατοχυρώνεται συνταγματικά σε όλα τα πολιτισμένα κράτη του κόσμου. Είναι
άλλωστε τραυματικές οι εμπειρίες των κοινωνιών στις οποίες στο παρελθόν
λειτουργούσε η ανισότητα. Η κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά τον Β΄
παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συνεδρίων και διασκέψεων. Η
υπηκοότητα πλέον δεν αποτελεί ιδιότητα ρατσιστικής διαφοροποίησης. Στις
σύγχρονες κοινωνίες άλλωστε, λειτουργούν στο περιθώριο οι σοβινιστικές ή
ρατσιστικές, ή φασιστικές τάσεις.
Σήμερα
πλέον προστέθηκαν και οι οικονομικοί μετανάστες οι οποίοι επέτειναν τα
φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας – περισσότερο στην Ευρώπη – όπου οι
ανακατατάξεις δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών
τάσεων, στον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων που ανακύπτουν από τις
μετακινήσεις πολυάριθμων υπηκόων μιας χώρας και αναζητούν την τύχη τους σε
άλλη, στον προσδιορισμό ακόμη των FLEXIBLE εννοιών
της ιθαγένειας και της υπηκοότητας, μέγιστο ρόλο διαδραματίζουν τα Μέσα Μαζικής
Ενημέρωσης και άλλοι φορείς οι οποίοι σε τελική ανάλυση ελέγχουν και την
ασκούμενη από την εκάστοτε κυβέρνηση, κοινωνική πολιτική.
Η
Ευρωπαϊκή Ένωση κατατείνει προς μία Ευρωπαϊκή υπηκοότητα. Σε καμία περίπτωση
και από καμία συνθήκη δεν επιδιώκεται η ομοιομορφία και η αφομοίωση των λαών
που αποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ατυχώς μερικοί ομιλούν περί Ευρωπαϊκής
ιθαγένειας γιατί ακριβώς αυτή είναι το σημείο τριβής και γεννώνται οι
αντιδράσεις των λαών. Είναι σεβαστές οι ιδιαιτερότητες κάθε λαού που
συναπαρτίζει τον ιστό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα, το διεθνές Ινστιτούτο
Ιθαγένειας, του οποίου ιδρυτής και πρόεδρος είναι ο γράφων, διοργάνωσε ακριβώς
ένα σεμινάριο με θέμα την επισήμανση των ιδιαιτεροτήτων που επηρεάζουν τη γνώμη
του αρμοδίου να χορηγήσει την υπηκοότητα οργάνου, κατά την απόκτηση της
υπηκοότητας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ήδη πολλοί δικηγορικοί σύλλογοι,
και άλλοι φορείς, προσκαλούν τον γράφοντα σε δημόσιες διαλέξεις και σεμινάρια.
[…]