Εκεί στα τέλη του μήνα είναι που θυμούμαι κάποια λαμπερά Σαββατιάτικα απογεύματα κι αναστενάζω… Τότε που η μέρα σκουντούσε τη νύχτα και δεν την άφηνε να βγει πίσω από το μελιτζανί το παραβάν της. Τότε που κι η θάλασσα στ' ανατολικά δεν ξεχώριζε πια από τα βουνά της Μικρασίας και τον ουρανό. Τότε που οι καμπάνες του εσπερινού έστελναν μελαγχολικές νότες και στο θυμιατό, τ' ακουμπισμένο στο πεζούλι της βεράντας, «χώνευε» το καρβουνάκι και το θυμίαμα κι ευώδιαζε γύρω ο τόπος σαν ιερό εκκλησιάς και σαν οντάς χανούμισσας. Τότε που τα πουλάκια, τιτιβίζοντας εκκωφαντικά, κρύβονταν στα κλαδιά της εκατοχρονίτισσας τσικουδιάς για να κοιμηθούν κι ο πετεινός μ' επίμονα κακαρίσματα, επιδεικτικά, μάζευε το χαρέμι του στο κοτέτσι.
Σ' εκείνα τα γλυκά ειδυλλιακά απογεύματα, που τα δάκρια του σκίνου, σαν διαμαντόπετρες διάφανα και πολύτιμα, σκλήραιναν από τη βραδινή δροσιά και το καραφάκι με το ούζο του παππού πάγωνε μέσα στη φουντάνα, εκείνη την ευλογημένη ώρα έπαιρναν οι γυναίκες τις παγκέτες, τις κουβαλούσαν ως «όξω στις ελιές», όπου το χωραφάκι έκαμνε μια σκάλα σα φυσικό μπαλκόνι, για να κάτσουν ν' αγναντέψουν το πέλαγος, το λιμάνι και τη Χώρα. Εκεί κάθιζαν οι γυναίκες στη σειρά, πάνω στα κεντητά μαξιλαράκια με τα κρόσσια και ρέμβαζαν νωχελικά.
Δεν τις θυμούμαι να δουλεύουν ποτέ τα Σαββατόβραδα, μήτε να πλέκουν, ούτε να κεντούν ή να μπαλώνουν, όπως τις άλλες μέρες που δεν σήκωναν τα μάτια τους από τη δουλειά ως να σκοτεινιάσει. Κάθονταν μόνο κι απολάμβαναν την τόση ομορφιά που τις αγκάλιαζε, αφήνοντας τη γλύκα της ώρας εκείνης να τις χαλαρώνει κι έτσι απαλά, καθώς το σούρουπο τύλιγε αργά μα σταθερά την πλάση, άφηναν να τις αγγίζει σαν ρίγος και σαν ηδονή η μακαριότητα και… μια μελαγχολία…! Έλεγαν μόνο λέξεις αραιές, σε τόνους χαμηλούς, ανάμεσα σε μικρούς σιγανούς αναστεναγμούς, ανακλαδίσματα και χασμουρητά κι ήταν σαν όλα τα προβλήματα να 'ταν λυμένα, όλη η ένταση κι η κούραση της μέρας να ήταν πια παρελθόν και τ' αύριο πολύ μακριά ακόμη για να τις αγχώνει.
Αχ… Εκείνα τ' απόβραδα του Μάρτη «όξω στις ελιές»! Με τη δροσερή αύρα να χαϊδεύει απαλούς λαιμούς και κατάλευκα μπράτσα, ανάμεσα στα βατιστένια γιακαδάκια και τ' ανασηκωμένα μανίκια. Με το τραγούδι των τριζονιών να νανουρίζει τις πλανταγμένες ψυχές σαν ερωτικό κάλεσμα και μ' εκείνο το μαγικό φίλτρο, που 'καμνε το δειλινό παραμυθένιο, να δρα καταλυτικά στο μυαλό και στο σώμα σαν ναρκωτικό και σαν μέθη, τόσο που ν' αφήνονται και να παραδίνονται παθητικά. Αχ… εκείνα τ' αξέχαστα τ' απογέματα που τα 'ζησα, τα χάρηκα κι αλίμονο… δεν θα τα ξαναζήσω…
ISBN:
978-618-5087-23-4
Έτος έκδοσης:
Αθήνα 2014
Διαστάσεις:
17x24
Σελίδες:
484
Αντί προλόγου… 15
ΓΕΝΑΡΗΣ Ο ΝΙΟΓΕΝΝΗΤΟΣ Η άφιξη… 17 Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος… 18 Παραμονιάτικες περατζάδες στην Απλωταριά… 21 Εδώ Ράδιο Ελλάδος… Καλή χρονιά! 23 Ανήμερα Πρωτοχρονιά… 26 Ο καλός μας ο παππούς, ο «Τσάρος»… 27 Να σας σεργιανίσω και στον «Παράδεισο»… 30 Κι άλλες ευκαιρίες για ξεπορτίσματα… 33 Μια στιγμή κακιά… 34 Κι άλλοι σύντροφοι αγαπημένοι… 36 Το πρώτο ποδαρικό… 39 Με τους άθλιους και τους άγιους παρέα… 42 Τα αγιοβασιλιάτικα… 43 Κοπιάστε να φάμε την Πρωτοχρονιά… 46 Γιορτές… Γιορτές… Κι άλλες γιορτές… 48 Γυρισμός στο σχολείο… 51
ΦΛΕΒΑΡΗΣ Ο ΚΟΥΔΟΥΝΑΤΟΣ Και τρελούτσικος και μισερός… 53 Η γιορτή της μητέρας… 55 Η δικιά μου μάνα… 62 ¶για χέρια, άγια έργα… 65 Όπου φελά, παντού φελά… 69 Γυναικεία φιλαρέσκεια… 70 Χορέψετε, χορέψετε, παπούτσια μη λυπάστε… 74 Καθαρή στον Παρθένη… 80
ΜΑΡΤΗΣ Ο ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ Μάρτης είνΆ κι απάνω οριά… 83 Εκείνη που ποτέ δεν θα ξεχάσω… 86 Κι εκείνοι που ποτέ δεν γνώρισα… 89 Κι όσα κοντά της είδα κι άκουσα… 92 Η γιαγιά μου η θρήσκα… 94 Βιορέτες, ζουμπούλια, κρινάκια και φραγκολαλάδες… 100 Ευαγγελισμοί κι εορτασμοί… 101
ΑΠΡΙΛΙΟΣ Ο ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο πρωτότοκος… 110 Ο καλογιός… 113 Η πρωτοκόρη… 115 Ο αντιδραστικός… 118 Η χρυσοχέρα… 119 Η αεικίνητη… 121 Το στερνοπαίδι… 126 Του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων… 128 Η Μεγάλη Εβδομάδα… 129 Η Νια Εβδομάδα… 143 Στην Κουρνά… 144 Στη Βοήθεια… 146 Ένας ¶γιος ανάμεσά μας… 149
ΜΑΪΟΣ Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ Μες στου Μαγιού τις μυρωδιές… 153 Ιδού κι οι εορτές κι οι εορτάζοντες… 156 Κι άλλα πανηγύρια και γλέντια… 158 Η θεία μου η Θοδόσα κι άλλες αναμνήσεις… 162 Ο καπετάν Μακάριος… όνομα και πράμα… 164 Ο θείος μου ο Μήτσος κι οι αναμνήσεις μου από τη Λαγκάδα… 168 Ο νονός μας ο Αμερικάνος… 174 Η μικρή πολυαγαπημένη, «η ¶ννα μας»… 177 ΤΆ Αγιού Σιδέρου του Χιομάρτυρα… 179 Των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης… 183
ΙΟΥΝΙΟΣ Ο ΞΕΓΝΟΙΑΣΤΟΣ Φτου ξελεφτερία… 187 Μάθε παιδί μου γράμματα… 190 Νους υγιής εν σώματι υγιεί… 198 Τα συσσίτια τα μεταπολεμικά… 201 Τα κεφάλια μέσα… 204 Αξίες που χάθηκαν… 207 H μαλλιαρή… 208 Το πανηγύρι στη γειτονιά μας… 210 Ανοίξετε τον Κλήδονα… 213 Στου ¶ι-Γιάννη τις φωτιές… 216 Το Σκαλάκι στην Ηλεκτρική και το Τάγμα του Δεσπότη… 217 Στου γυαλού τα βοτσαλάκια… 218 Η πιο καλή συναναστροφή… 220
ΙΟΥΛΙΟΣ Ο ΕΞΩΣΤΡΕΦΗΣ Ζέστη… Ουφ… ζέστη… 223 Στην προκυμαία… 224 Έκτακτη είσαι χρυσή μου… 227 Τους θυμάστε…; 228 Το νυφοπάζαρο… 231 Στο Βουνάκι… 232 Το τερπνόν μετά του ωφελίμου… 235 Οικογενειακές εκδρομές… 237 Τα πανηγύρια του Θεού και της Φύσης… 250 Αμύγδαλο γλυκό και… κάπαρη! 252 Καλοκαιριάτικες ασχολίες και φιλίες… 254 Κι άλλες ιστορίες κι άλλες ασχολίες… 257 Τα ξόβεργα κι οι φτερωτοί μεζέδες… 259
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Ο ΓΛΕΝΤΟΚΟΠΟΣ Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να Άσουν δυο φορές το χρόνο! 265 Οι πρώτες γιορτές… 266 Του Σωτήρος… 267 Η νηστεία… 270 Τα μερομήνια… 273 Τα δρίματα… 275 Η γιαγιά μου και οι Αγελούδες… 276 Η γιαγιά μου η Αγγελικώ… 278 Αναμνήσεις από δύο σεισμούς… 283 Η γιαγιά μου κι οι αναμνήσεις της… 287 Τα παξιμάδια κι ώρα τους καλή… 290 Τότε στην απελευθέρωση… 292 Μα ήταν κι ένας Αύγουστος… 295 Δεκαπενταύγουστος… 297 Κι άλλες γιορτές κι άλλα πανηγύρια… 298 Στα αμμόλουτρα στον Καρφά… 304 Το κυνήγι… 306 Τα κρίταμα κι η νοστιμιά τους… 307 Τα τελευταία πανηγύρια του μήνα… 308 Του Αγιού Γιαννιού του Τρυπατέ, στις «Σκαρυές»… 309
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ο ΚΑΛΟΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ Ο ¶γιος Συμεών και οι προλήψεις… 317 Μαθήματα νοικοκυροσύνης… 318 Η μπουγάδα… 321 Η άμια Καλή… 324 ΤΆ αμπέλια, τα πατητήρια κι οι Διονυσιακές κομπανίες… 328 Σταφύλια, κυδώνια, σύκα, πεπόνια, ρόδια κι όρεξη πολύ… 329 Όσπρια και… αλατάκι για να νοστιμίσουμε… 332 Η ώρα του σχολείου… 334 Τα παιδιά της γειτονιάς κι οι συμμαθητές μου… 339 Κι άλλες παλιές γνωριμιές και παιχνίδια… 342 Στη δικιά μας γειτονιά… 344 Κι άλλα γειτονόπουλα και τα καμώματά τους… 349
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ O ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟΣ Του Οχτώβρη τα καψόνια… 353 Παιχνιδάκια και λουλουδάκια φθινοπωρινά… 354 Τα κυκλάμινα του Οχτώβρη κι οι αδικημένοι της ζωής… 359 Πάμε να μαζέψουμε σαλιάκους; 365 Αψουουού… Με τις υγείες σας… 367 Ανεμοβλογιά, κοκίτης και τΆ αποδέλοιπα… 369 Οι σχολικές εκλογές κι η ξενομανία… 371 Ένα μπουκέτο μενεξέδες για την Φανίτσα… 374 Μια πρόσκληση που περιμένει απαντήσεις… 377 Το βραδάκι ελάτε να βεγγερίσομε… 378 Η κυρά Αργέττα και οι μερμηγκιές… 380 Τα καπλαντίσματα… 381 ΤΆ Αγιού Δημητριού κι η επέτειος του «ΟΧΙ»… 383 ¶λλο ένα, μπαμπάκα Γιάννη… 386 Από του Χάρου τα δόντια… 387 Για μια οκά κουκιά κι εκατό δράμια λάδι… 389
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ Ο ΣΠΟΡΙΑΣ Μια σημαντική άφιξη… 393 Των Αγιών Βικτόρων μέρα… 394 Τότε στη Σφαγή… 400 Κι ο ¶γιος Μηνάς γιορτάζει… 406 Το Σαραντάμερο κι οι κουρμάδες μας… 410 Οι αμανίτες… 415 Του Κάμπου τα χρυσά πεσκέσια… 417 Γιορτές και πανηγύρια φθινοπωρινά… 421 Επέτειος γάμου… 421 Η γιορτή μου… 424 Στην ενορία μας… 424 Η γιορτή του πατέρα… 426 Επεισοδιακά γενέθλια… 429 Τα γεγονότα… 430 Συναπάντημα με τη Ζωή… 431 Και τα θαύματα… 436
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ Ο ΑΡΧΟΝΤΙΚΟΣ Επιτέλους έφτασε… 439 Αμαρτία εξομολογημένη… 441 Είναι και κάτι δώρα ζωής… 443 Ο αντρειωμένος… 445 Γύρω από το μαγκάλι… 447 Μια φρασκομηλιά κι ένα παραμύθι… 450 Ο πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας… 451 Η κυρά Μαριώ κι ο λαίμαργος λύκος… 452 Κι εγώ σΆ αγαπώ κουμπάρε… 453 Το αλευράκι, το λαδάκι και το μελάκι… 454 Καλημέρα σας παιδάκια, είναι η Θεία Λένα εδώ… 456 Θεία Λένα και σε απογευματινή έκδοση… 457 Τότε που τηλεόραση δεν είχαμε… 458 «Γκόλφω» στο Rex κι «Η αγνή του λιμανιού» στον Αστέρα… 459 Εσείς θα κάνετε κουραμπιέδες και κουρκουμπίνους φέτος; 465 Χειμερινό ηλιοστάσιο ή χειμωνιάτικο λιοτρόπι… 469 Πήραμε τους ελέγχους, είπαμε τα ποιήματα, είπαμε και τα κάλαντα… 471 Ανήμερα τα Χριστούγεννα… 474 Ανάπτυξη κειμένου cart-postal της σελίδας 99 478 Επίλογος 479
Αντί προλόγου
Καθώς
τα χρόνια της ζωής μας όλο και πιο γρήγορα μας προσπερνούν αδιάφορα και
αγχωμένα, γλιστρώντας σαν κόκκοι άμμου, πάνω στης κουρασμένης μας ψυχής την επιφάνεια, την
αδρανοποιημένη από της καθημερινότητας μας τις πιεστικές ανάγκες, οι αναμνήσεις
μας, θαρρείς πως, γίνονται οι μόνοι αναστολείς της απογοήτευσης και της
κατάθλιψης, καθώς επεμβαίνουν απρόσκλητες και σε ανύποπτους χρόνους, για να
ξαναζωντανέψουν μέσα μας, ιαματικά και δραστικά, εκείνα τα συναισθήματα τα γνήσια και τα μοναδικά που,
έκτισαν τις προσωπικότητές μας και χαρτογράφησαν την πορεία του βίου του καθΆ
ενός μας.
Αυτές τις αναμνήσεις, τις παιδικές, τις αθώες, τις αγνές
και αγαπησιάρικες αναμνήσεις μου, ορμώμενη από μια εσωτερική ανάγκη μου, είπα να τις καταγράψω, για να τις ξαναβρίσκω κι
εγώ η ίδια, όποτε χρειάζομαι συντροφιά
και παρηγοριά, αλλά και για να τις αφήσω στα παιδιά και στα εγγόνια μου- αφού
άλλες σπουδαίες και πολύτιμες κληρονομιές από μένα δεν θα βρουν - για να με
θυμούνται.
Κι επειδή, έτσι βιαστικές και πληθωρικές που είναι κι όλες
μαζί βιάζονται να ξεχυθούν και να κατακτήσουν τις άσπρες σελίδες που έχω
μπροστά μου, αλλά και για να μην
ανακατευτούν άναρχα, είπα να τις βάλω σε
μια σειρά και να τις μοιράσω, για να τις εξιστορήσουν, σε δώδεκα έμπειρους
αφηγητές, τους μήνες, που με τα
γυρίσματα και τα χαρίσματά τους οριοθετούν και καθοδηγούν τη ζωή μας, στης παντοδύναμης αιωνιότητας και
στης πάνσοφης φύσης την πορεία.
Θα
προσπαθήσω λοιπόν, σεργιανίζοντας σΆ εκείνες τις αναμνήσεις, να μεταφέρω σε
τούτο το κείμενο, την τόση γαλήνη, τη
μακαριότητα της σιγουριάς, την απόλαυση της τόσης αγάπης, για να φορτώσω για
άλλη μια, μυριοστή φορά, την ψυχή μου αγαλλίαση και ανακούφιση με την αφήγησή
τους.
Τότε…Τότε…Κάποτε,
δεν το Άξερα πόσο τυχερή είμαι!
Νόμιζα,
πως σΆ όλο τον κόσμο, όλα τα παιδιά, όλοι οι άνθρωποι, όλες οι οικογένειες,
έτσι θα Άναι, όπως εγώ, οι δικοί μου κι
η οικογένειά μου κι αναπαυόμουν αμέριμνη, περιδιαβαίνοντας σαν ψυχή,
στον παράδεισο της παιδικής μου μακαριότητας!
Ύστερα
από πολλά χρόνια, ζώντας και στα δύσκολα και στα άσχημα και στα άδικα, βουτηγμένη, στην
ανασφάλεια, πνιγμένη απΆ την κακία και φορτωμένη πικρίες, τότε κατάλαβα, πως
πλήρωνα τον «φόρο» για κείνα τα όμορφα, υπέροχα παιδικά και νεανικά μου χρόνια.
Ολοφάνερο!
Το
τίμημα το πληρώνεις και πάντα καθυστερημένα.
Τόσα
καλά…Τόσα κακά…
Κι
ίσως, αν δεν το καταλάβεις, να πεθαίνεις και να φεύγεις μΆ αυτό το ερωτηματικό:
-«Μα
σε τι έφταιξα;» Ρωτάς με παράπονο
-«Έφταιξες».
Σου απαντά η ζωή και σου αιτιολογεί την απόφασή της
-«Πέρασες
καλά τότε… Πλήρωσε λοιπόν τώρα».
-«ΜεθΆ
εορτής;» ξαναρωτάς
-«Τα
χρέη ποτέ δεν παραγράφονται», σου
ξεκόβει, γιατί έτσι ζυγίζει τα χρέη μας απέναντί της, η παραδόπιστη και
δυστυχώς, τίποτε δεν ξεχνά απΆ τα χρωστούμενα που ΅ χει καταγραμμένα στα κιτάπια της.
Ελπίζω
όμως, μέσα από τις δικές μου, νοσταλγικές αναμνήσεις, να ξανασυναντήσουν και
τις δικές τους, οι ωριμότεροι αναγνώστες των αφηγήσεών μου, αλλά κι οι
νεώτεροι, που ενδεχομένως δεν θα ταυτιστούν μΆ αυτές, να μάθουν και να
κατανοήσουν τουλάχιστον, την γενιά μου που, είναι η γενιά η μεταπολεμικιά, με τα βιώματα και τις
συνήθεις του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Καλή
σας ανάγνωση…
Της συγγραφέως Ειρήνης Νικολάκη - Καλαμάρη
Η νοσταλγία του χαμένου είναι,
συλλογίστηκα καθώς διάβαζα τις πρώτες ακόμα σελίδες του έργου της Αγγελικής και
αισθάνθηκα μια περίεργη και δυνατή συγκίνηση ταξιδεύοντας σΆ ένα κόσμο από
εικόνες και θύμησες με τις σκέψεις ναΆρχονται απανωτές και να παρασέρνουν το νου
μου. Κομμάτι κομμάτι ξετυλίγονταντα γεγονότα από ένα
παρελθόν κοντινό τόσο, που αν άπλωνες το χέρι θα τΆ άγγιζες.
Είχα διαβάσει αρκετά από τα γραφόμενα,
τότε που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα «Αλήθεια», όμως τώρα δεμένα σφιχτά μεταξύ
τους, αδιάσπαστα, αποτελούν πρόκληση σαγηνευτική που αρνείσαι να την αγνοήσεις.
Οι μήνες υπάκουοι, βαλμένοι στη σειρά και με τάξη, προχωρούν χέρι χέρι στιγματισμένοι άλλοτεαπό λεπτεπίλεπτες ελαφριές πινελιές ιριδίζουσες κι
άλλοτε χαραγμένοι από ουλές βαθιές, αποτελούν ένα μωσαϊκό αναμνήσεων,
χαρακτήρων κι αγώνων ζωής, δημιουργώντας
έναν κόσμο σχεδόν μυθικό οδυνηρά οικείο. Κι επισημαίνεται από τη
συγγραφέα με τούτο το μοναδικό τρόπο που μόνο ένας καλλιτέχνης μπορεί να
εκφράσει. «Αχ... εκείνα τΆαπόβραδα
όξω στις ελιές! Με τη δροσερή αύρα να χαϊδεύει απαλούς λαιμούς καικατάλευκα μπράτσα, ανάμεσα σε βατιστένια
γιακαδάκια και τΆ ανασηκωμένα μανίκια. Με το τραγούδι των τριζονιών να
νανουρίζει τις πλανταγμένες ψυχές σαν ερωτικό κάλεσμα και μ΄εκείνο το μαγικό φίλτρο, που Άκαμνε το δειλινό
παραμυθένιο, να δρα καταλυτικά στο μυαλό και στο σώμα σαν ναρκωτικό και σαν
μέθη, τόσο που αφήνονται να παραδίνονται παθητικά..Αχ...εκείνα τΆ αξέχαστα απογέματα που τα Άζησα, τα
χάρηκα κι αλίμονο... δεν θα τα ξαναζήσω...». Πλημμυρισμένο νοσταλγία και
μελαγχολία γλυκιά από στιγμές βυθισμένες
στην αχλύ του χρόνου που ξεθάβονται και συγκινούν βαθιά.
ΑπΆ άκρη σΆ άκρη το βιβλίο
διακατέχεται από μια αγνότητα αφοπλιστική που συναρπάζει και μένεις με τις αισθήσεις υποταγμένες στη γοητεία των
στιγμών. Αναπολείς...στοχάζεσαι...
ονειρεύεσαι... Όργιο περιπλανήσεων στη φύση, όργιο και στη φαντασία σου από
πλήθος χρώματα κι αρώματα όταν διαβαίνεις «σε δρομάκια που εκείνο τον καιρό στα
παιδικά μας μάτια φάνταζαν δαιδαλώδη, ανάμεσα στα λουλουδιασμένα παρτέρια, τους
κόκκινους κρίνους, σαλκίμια, τΆ αγιοκλήματα, τα βασιλικά, τις γαρδένιες και τις
βιολέτες...» κι αφουγκράζεσαι ήχους από «πολυλογάδικα κοτσύφια με κίτρινες μύτες κι
επίσημη μαύρη φορεσιά, καρδερίνες με κόκκινη τραχηλιά, χελιδόνια πολυάσχολα να
σπαθίζουν τον αγέρα με βια και σπουργίτια τΆ αλητάκια τΆ ουρανού...».
Σπάνια συμβαίνει να δίνεται με τόση
σπατάλη και πλούτο η απεικόνιση μιας
απλής, υψηλής, σε νόημα ζωής μεγάλης, όπως μεγάλα είναι όλα τα απλά, τΆ
αληθινά. Σύμπνοια, θαλπωρή κι η αγάπη κρίκος συνδετικός να περιφέρεται αγέρωχη ανάμεσά
τους. Το ίδιο και η Μάνα, παρουσία ορατή και αόρατη, ανυπέρβλητη, λατρεμένη.
Σκόλες και καθημερινές σμίγουν σΆ ένα συναπάντημα μυστικό, θριαμβευτικό. Η
θέρμη απΆ τις ανάσες τους σε
περικυκλώνει καθώς τις οραματίζεσαι. «Εκεί στη μεγάλη κουζίνα μαζεύονταν κόρες
και μάνα και γέμιζαν οι λαμαρίνες, τα σινιά
κι οι γυάλες μΆ αμβροσία (...) κι εκείνα τα γλυκά τα μάτια πΆ άστραφταν χαμογελαστά,
πλημμυρισμένα από την ηδονή της γιορτινής συναναστροφής (...) έπλαθαν τις
συνταγές σΆ αγαπησιάρικα μουρμουρίσματα και τραγούδια, μΆ ένα σχεδόν αδιόρατο
διάφανο διαμαντένιο ιδρώ στεφανωμένα! Κι εκείνα τα μέτωπα τα πλατιά, τα καθάρια,
τα περήφανα... όπου δαχτυλιδωτές μαύρες μπούκλες, ξέφευγαν απΆ την αυστηρή
καταπίεση του άσπρου κεφαλόδεσμου και γαργαλούσαν διασκεδαστικά»!
Μια υπόμνηση ζωντανή του παρελθόντος
που θα συνεχίζει να υπάρχει να πιστοποιεί τη σπουδαιότητα των βιβλίων. ΝΆ
ανακαλύπτουμε τη ζωή ξανά μέσω των καταστάσεων και των ανθρώπων που τη
δημιουργούν.
Χιούμορ απλοϊκό, χαρά, έξαψη εναλλάσσονται
με σκιές που υποβόσκουν μέσα στις σελίδες του έργου.
Είναι κάποιοι καιροί πικροί και μουντοί που ο θάνατος ξεθαρρεύει, παίρνει τΆ
απάνω χέρι και στάζει κόμπους κόμπους το
φαρμάκι, μα σύντομα ο πόνος ο βαθύς κουρνιάζει στα συρτάρια της μνήμης και
βγαίνει ξανά σε ξέφωτα ειδυλλιακά με θάλασσες ήρεμες και τεμπέλικες κάτω από
γαλάζιους ουρανούς και μπαίνει σε σπίτια με πόρτες διάπλατα ανοιχτές κι
αγκαλιές. Σπίθες ζωής εκτοξεύονται προς όλες τις μεριές και τις κατευθύνσεις
από ένα κόσμο που αντιστέκεται γενναία στη φθορά του χρόνου από υπάρξεις που
δεν υπάρχουν κι όμως ζουν και υπηρετούν το σύνολο.
Το βιβλίο της Αγγελικής
Συρρή – Στεφανίδου φορτωμένο αξίες είναι αδιαμφισβήτητα εκπαίδευση πνευματική
και ηθική αγωγή. Λαμπερό κι ακτινοβόλο σε εισάγει στο θαύμα της ζωής. Στη
μαγική ρευστή ουσία της, που με κάνει να σκέφτομαι ότι ζούμε και πεθαίνουμε
μέσα σε θαύματα που αλίμονο... ο σύγχρονος αγχώδης τρόπος ζωής δεν μας αφήνει
νΆ αντιληφθούμε.
Από την κυρία Μαρία Μάθεση Μαζαράκου
Δανείζομαι προτάσεις από τον επίλογο του εξαιρετικού αυτού
βιβλίου και τις μεταφέρω με ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά.
«...Τις γλυκές αναμνήσεις λοιπόν, από τα παιδικά μου
χρόνια, την αγάπη και την στοργή των αγαπημένων μου ανθρώπων και την αναδρομή
σε γεγονότα χαρούμενα μάζεψα κι έβαλα σαν βέλη ευθύβολα κι αποτελεσματικά στη
φαρέτρα μου κι όρμησα στον άνισο μα ιερό αγώνα μου.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα που η λέξη ΤΕΛΟΣ θα βάλει το
βουλοκέρι με το θάρρος, την υπομονή και τον σεβασμό
στην αλήθεια της ζωής μου, πολλά κεφάλαια γράφτηκαν, ξαναγράφτηκαν και
συμπληρώθηκαν.
Τρομάζω στην ιδέα του αποχωρισμού
και νιώθω σαν, γι άλλη μια φορά, να βγαίνω μοναχή στη στράτα για να γυρίσω στην
πραγματικότητα της ενήλικης πια ζωής μου, που κακά τα ψέματα, δύσβατη και
επικίνδυνη ήταν, καθώς όλων των ανθρώπων, άλλωστε.»
Εξαιρετική αφηγηματική συγγραφή, τέλεια προσεγμένη, άψογη
παρουσίαση λαογραφικών στοιχείων και μια χρονική αναδρομή στα παραμυθένια
εκείνα χρόνια της παιδικής μας ζωής!
Ένα βιβλίο " σαν δώρο" που θα το κάνει να
λάμψει και να ξεχωρίσει! Το διάβασα, το ξαναδιάβασα, θα το διαβάζω πάντα, γιατί
με ταξιδεύει νοσταλγικά σε χρόνια ΜΟΝΑΔΙΚΑ!!!
Αγγελική μου, σε ευχαριστώ πολύ για το υπέροχο
ταξίδι!!!
Η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου γεννήθηκε στη Χίο, όπου τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της.
Από τα πρώτα μαθητικά της χρόνια γράφει. Η ποιήτρια μητέρα της, Ξανθή Σ. Συρρή, της κληροδότησε το χάρισμα να εκφράζεται γράφοντας και την έμαθε να αγαπά τον λόγο και τους ανθρώπους.
Μαθήτρια του Γυμνασίου πρωτοστάτησε στην έκδοση του μαθητικού περιοδικού «ΙΑΣ». Διήγημά της ανθολογήθηκε από τον ποιητή-συγγραφέα Γεώργη Διλμπόη στην Ανθολογία Χίων Διηγηματογράφων.
Την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Κορμοράνοι» εξέδωσε το 1981, με την βοήθεια του Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου. Το 1991 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Κορμοράνοι II», η οποία, πριν εκδοθεί, βραβεύτηκε με πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό του συλλόγου «Βιβλιοθήκη ο Κοραής Βαρβασίου Χίου».
Τον Μάρτιο του 2001 η Εμπειρία Εκδοτική κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα «Εκείνη Που Έπρεπε Να Φύγει», το οποίο η Διεθνής Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών βράβευσε με το πρώτο βραβείο πεζογραφήματος.
Τον Οκτώβρη του 2002, πάλι από την Εμπειρία Εκδοτική, παρουσιάζεται το νέο της μυθιστόρημα «Της Στεριάς Τα Κύματα», που βραβεύτηκε από την Εταιρεία των Ελλήνων λογοτεχνών σε πανελλήνιο διαγωνισμό στη μνήμη της Ουράνας Διωματάρη.
Τον Φεβρουάριο του 2004, με το μυθιστόρημά της «Και... Μην Ορκίζεσαι» από την Εμπειρία Εκδοτική, συμπληρώνεται και κλείνει μια τριλογία, η οποία, σε τρία ξεχωριστά μυθιστορήματα έντεχνα συνδεδεμένα, ανιστορεί γεγονότα, καταστάσεις και τις σημαντικότερες στιγμές του εικοστού αιώνα, μέσα από τις ζωές των αντιηρώων πρωταγωνιστών της.
Το "Μισό Καράβι από τη Χιο" είναι το τέταρτο μυθιστόρημά της, που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2007 και πάλι από την Εμπειρία Εκδοτική .
Τον Ιούλιο του 2010 η εκδοτική εταιρεία ¶λφα Πι εκδίδει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της, με τίτλο «Τα Χιώτικα Είναι Αλλιώτικα», η οποία είχε βραβευτεί στις 21 Ιανουαρίου 2008 με το πρώτο βραβείο ανέκδοτης συλλογής διηγημάτων από την Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Όλα τα έργα της έτυχαν της ευνοϊκής αποδοχής του κοινού κι έχουν κάνει πολλαπλές εκδόσεις. Έντυπα περιοδικού και ημερήσιου τύπου, καθώς και ανθολογίες, έχουν φιλοξενήσει κατΆ επανάληψιν πεζά και ποιήματά της, σύλλογοι και πολιτιστικά κέντρα έχουν βραβεύσει τη δουλειά της.
Είναι μητέρα δύο κοριτσιών, έχει έναν εγγονό και είναι συνταξιούχος του ιδιωτικού τομέα. Αγαπά την τέχνη σε κάθε της μορφή, μα πιο πολύ αγαπά τους ανθρώπους, γιΆ αυτό γράφει ανθρωποκεντρικά. Μισεί τη βία και πιστεύει πως η αντίσταση και η αποχή από την υπερκατανάλωση και την αδιαφορία θα συγκρατήσουν τον εκφυλισμό των αξιών κι έτσι, ίσως, επιζήσει ο άνθρωπος και η ζωή στον πλανήτη μας.
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€