−Είσαστε μήπως συγγενής του κυρίου Ζαχαρίου που είστε
καλεσμένος; τον ρώτησε σε μια στιγμή η Βάγια που προσπαθούσε με διάφορες
αφορμές και προφάσεις να θερμανθεί η κουβέντα τους αλλά και να μάθει ό,τι
μπορεί για τον άνθρωπο που είχε αισθανθεί ότι μάλλον αξίζει σΆ αυτόν τον
τζέντλεμαν νΆ ανοίξει την πόρτα της καρδιάς της…
−Όχι, είμαι ιατρικός επισκέπτης και συνεργάζομαι με το
γιατρό λόγω του επαγγέλματος μου και μάλιστα πολύ στενά. Εσείς;
−Ούτε κι εγώ συγγενής, εξήγησε η Βάγια. Εγώ είμαι μοδίστρα
και ράβω τα μοντέλα σε έναν μεγάλο οίκο ραπτικής. Αυτή την κόκκινη μουσελίνα
που φορά η νύφη, καθώς και το νυφικό της τα έχω ράψει εγώ, απάντησε με κάποια
φιλαρέσκεια.
Στο μεταξύ είχε αρχίσει ο χορός. Η πίστα σχεδόν ήταν γεμάτη.
Το Αργεντινό ταγκό μέσα από τις γλυκές μελωδίες είχε ξεσηκώσει όλες τις ηλικίες
που στροβίλιζαν στην πίστα ενώ ο φωτισμός είχε περιέλθει σΆ ένα ρομαντικό
ημίφως έτσι, που και ο Μάριος βλέποντας το χαρούμενο ξεφάντωμα στρέφεται προς
την Βάγια:
−Χορεύετε;
−Μα μΆ έναν τέτοιο καβαλιέρο, είναι δυνατόν να πω όχι;
−Και με μια τέτοια ντάμα πλάι μου, είναι δυνατόν να παραμένω
καθισμένος σε μια καρέκλα; ¶λλωστε οι καιροί άλλαξαν. Δεν ζούμε στο μεσαίωνα,
ζούμε στο 1974!
……………………………………………………………………………………
−Γιατί δε μιλάς; της ψιθυρίζει στΆ αυτί.
−Γιατί αφουγκράζομαι τους παλμούς της καρδιάς μου που όσο η
ώρα περνά τόσο και πιο πολύ δυναμώνουν…
−Δεν θαρρείς, χρυσό μου κορίτσι, ότι η αίθουσα αυτή δεν μας
χωράει πλέον; Προσωπικά θέλω να πετάξουμε μαζί μέχρι την άλλη άκρη τΆ ουρανού
και η ψυχή μου να γιομίσει με φως! Κάτι μου λέει λοιπόν ότι πάσα θυσία πρέπει
να σε κουρσέψω, γιατί το Φως είσαι εσύ… κι έχω πεποίθηση γιΆ αυτό. Και το έχω
και ανάγκη!
−ΓιΆ αυτό που περιμένω και δεν το κρύβω… Έλα πάμε τώρα, ναι
τώρα, δεν μπορώ άλλο κι ας είναι τόσο μαγευτικό το κλίμα…