Στην αρχαία γη του βαθύστερνου Εύξεινου Πόντου, στην Αμισό, στην Τραπεζούντα, στα αγέρωχα Κολχικά βουνά, στη φημισμένη Έφεσσο των αιώνων, στη Σμύρνη την ονειρεμένη και αξιοδάκρυτη, στο Αφιόν Καραχισάρ, στην Αλμυρά Έρημο, στον Σαγγάριο ποταμό, στα βάθη της Ανατολίας αλλά και στην αρχόντισσα Θεσσαλονίκη, διαδραματίζεται η ιστορία αυτή. Ο χρόνος της αρχίζει από το 1912 και την έναρξη των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων και λήγει λίγο χρόνο μετά τον Αύγουστο του 1922 και την κατάρρευση του αχανούς ελληνικού μετώπου, που εκτεινόταν από την Κίο της Προποντίδας ως τη δεξιά όχθη του Μαιάνδρου. Η μικρασιατική εκστρατεία του 1919, οι περιφανείς νίκες των Ελλήνων στα βάθη της Μικράς Ασίας κι ύστερα η ήττα, η αιματοβαμμένη υποχώρηση της ελληνικής στρατιάς, η εγκατάλειψη των Ρωμιών της Μικρασίας στις ορδές του μανιασμένου τουρκικού όχλου, η απώλεια πανάρχαιων κοιτίδων πολιτισμού ελληνικού, όπου αναπτύχθηκαν ο στοχασμός κι ο λόγος, συνιστούν «το τραύμα», τη μεγαλύτερη καταστροφή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία: ένα χαίνον τραύμα στο σώμα της Ελλάδας.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος άλλοι πολεμούν στις απρόσβατες κατάδρυμες πλαγιές των Ποντικών ¶λπεων ή βρίσκουν καταφύγιο πάνω στην παρθενική ασπιλοσύνη των κορυφών τους, άλλοι προελαύνουν νικητές ως τον Σαγγάριο, κάποιοι μαρτυρούν οικτρά στα αμελέ ταμπουρού και στις μετατοπίσεις των γυναικόπαιδων από τα παράλια προς την ενδοχώρα, όπου το ταξίδι ήταν ο θάνατος, κάποιοι περιγελούν τον Χάρο κι άλλοι του παραδίδονται άκοντες. Ποταμοί αιμάτων και δακρύων, γόοι και κοπετοί, εκατόμβες νεκρών. Η Ιστορία, μια μαινόμενη θύελλα, που επιχειρεί να τους καταποντίσει, αλλά εκείνοι ορθώνουν ανάστημα, ζουν πλέρια, ερωτεύονται, παντρεύονται, μάχονται παράφορα για τις αξίες που πιστεύουν ή απαντέχουν καρτερικά και πάντως όλοι τους καταξιώνουν την ύπαρξή τους.
ISBN:
978-960-597-101-4
Έτος έκδοσης:
Αθήνα 2017
Διαστάσεις:
14 x 20,5
Σελίδες:
178
Κι όταν έπαιρνε γράμμα τους! Τι γιορτή! Σπαρταρούσε η καρδιά.
Καθόταν παράμερα και τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε μόνος, δεν ήθελε τα
πειραχτικά σχόλια των συναδέλφων. Ιδίως τα γράμματα της Παρής τα ρουφούσε, τα
διάβαζε και τα χιλιοδιάβαζε, τα μάθαινε απΆ έξω. Του Άφερναν ανατριχίλες στη
ραχοκοκαλιά τα γλυκά της λόγια, τα παινέματά της, οι όρκοι αιώνιας πίστης, οι
διαβεβαιώσεις της ότι εκείνος κυκλοφορεί στις φλέβες της, ότι έχει συνεπάρει
την καρδιά και το μυαλό της, ότι αυτό είναι τρομακτικό, δεν φανταζόταν τον
έρωτα να είναι ένας σίφουνας που δεν αφήνει τίποτε όρθιο, ένα όργιο ευδαιμονίας
και σπαραγμού. Του Άγραφε σαν εμπνευσμένη ποιήτρια κι αυτός ζηλότυπα κρατούσε
τα λόγια αυτά μόνο για τον εαυτό του, μην του μαγαρίσουν την ομορφιά οι άλλοι
με τις χοντράδες τους, μην αφαιρέσουν ικμάδα από τη φόρτιση των αισθημάτων του.
Ο χρόνος οκνός φιδοσέρνεται πιο επίβουλος κι από τον εχθρό. Η
παραμονή στα κακοζεσταμένα αμπριά μέσα στο ανελέητο κρύο του χειμώνα,
Χριστούγεννα του 1921, αρχές του 1922 με τη θερμοκρασία στο Αφιόν Καραχισάρ και
σΆ όλη την έκταση του μετώπου να πέφτει πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν και
το κατάλευκο, παγωμένο χιόνι να καλύπτει με τη θανατερή σιγαλιά του τα πάντα σε
μανιασμένες χιονοθύελλες, με φαγητό της κακιάς ώρας, σάπιες ρέγγες, ψωμί της
συμφοράς και κρέας άφαντο, με τις ατέλειωτες πολιτικολογίες και τα μαλώματα οι
«χιονόβιοι ηρωικοί φαντάροι» και οι αξιωματικοί, πολλοί από τους οποίους πολεμούσαν
εννέα χρόνια, κουρνιασμένοι μες στις υγρές, ανήλιαγες τρύπες τους
τουρτουρίζοντας, παραλυμένοι από μιαν αγιάτρευτη ανία, χάνουν βαθμιαία την
υπομονή τους κι αντί για «ζήτω» κραυγάζουν «απόλυση, αποστράτευση» στον
πρίγκιπα διάδοχο Γεώργιο, που ήλθε να τους επιθεωρήσει. Το όραμα της Μεγάλης
Ιδέας συντρίβεται αποφασιστικά μες στις καρδιές αυτών των παραδαρμένων ανδρών.
Η προϊούσα σωματική και ηθική εξάντληση κατακρημνίζει το ηθικό τους. Η
πειθαρχία χαλάρωνε επικίνδυνα, καθώς συνειδητοποιούσαν και το κουβέντιαζαν με
πείσμονα επιμονή ότι όλες οι θυσίες τους, τα τόσα αίματα –τα πιο λαμπρά κι
ορμητικά παλληκάρια είχαν αφήσει την πνοή τους στα πεδία της μάχης, ιδίως στον
Σαγγάριο, αφού είχαν καταφέρει να περάσουν στην ανατολική του πλευρά
καταλαμβάνοντας τις σημαντικότερες θέσεις των Τούρκων το Καλέ Γκρότο, Γκιλντίζ
Νταγ, Πολατλί, Ταμπούρογλου και είχαν φθάσει 70 χιλιόμετρα από την ¶γκυρα κι
όλα αυτά τα επέστρεψαν ύστερα δώρο στον Κεμάλ και ξέρουν από τα γράμματα των
δικών τους ότι η Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί από τους Συμμάχους, είναι πάμπτωχη,
πολλοί οπλίτες έχουν λιποτακτήσει κι επέστρεψαν στα σπίτια τους κι ότι, αν
χρειασθεί να προσφέρουν κι άλλες θυσίες, κι αυτές θα πάνε στο βωμό της
ματαιότητος, όπως διακηρύττουν στις 12 Φεβρουαρίου και ο Α. Παπαναστασίου, ο Θ.
Πετμεζάς, ο Γ. Βηλαράς και άλλοι στις εφημερίδες Ελεύθερος Τύπος και Πατρίδα,
όπου μεταξύ άλλων μέμφονται τα κόμματα που τάσσουν το βασιλικό συμφέρον πάνω
από το εθνικό και με πλάγιο και έμμεσο τρόπο διατυπώνουν την άποψη ότι «η
Βασιλεία μπορεί νΆ αποβεί πρόξενος εθνικών συμφορών.
Ο πατήρ Δοσίθεος παρέδωσε τη δεκαπεντάχρονη Μάρω στην αδελφή
της τη Χρυσή, ένα θολό, Θεσσαλονικιώτικο καταχνιασμένο βράδυ, όπως είχε
υποσχεθεί στη μητέρα της Σοφία, όταν εξαντλημένη εκείνη στην ψυχή και στο σώμα,
ωστόσο ήρεμη και καρτερική, καθώς ακράγγιζε τον χώρο του επέκεινα, τις
τελευταίες ώρες πριν την εκδημία της προς τον Κύριο, του το ζήτησε, κι εκείνος,
πιστός δούλος Του, μπολιασμένος με την σπλαχνικότητα Εκείνου, καθώς πάντα
διεκήρυσσε το πατερικό ότι η πίστη είναι «όρασις και νόησις καρδίας»,
προστάτευσε τη μικρή κόρη κι ανέβαλε τα προσωπικά του σχέδια ως την ώρα που την
παρέδωσε στην προστατευτική αγκαλιά της οικογένειας της αδελφής της. Ύστερα
αναχώρησε για το ¶γιον Όρος να αυλισθεί στη σκέπη του Θεού, να τον επισκιάσει η
Χάρις Του, να τον λυτρώσει «εκ πασών των θλίψεων αυτού», «να κατακρυβεί εν
αποκρύφω του προσώπου Του από ταραχής ανθρώπων». Εκεί θα προσευχόταν θερμά
πρώτα για τους άλλους, για όσους σώθηκαν στην Ελλάδα και για όσους έμειναν πίσω
στον πολύπαθο Πόντο και σΆ ολόκληρη τη Μικρά Ασία, για όσους πότισαν με το αίμα
τους την μαρτυρική Ιωνία και όλα τα θέατρα του πολέμου, για φίλους και εχθρούς.
Ύστερα επιδόθηκε με ζήλο και σε απεγνωσμένη προσευχή μετανοίας για τον εαυτό
του. Ήθελε να αποβάλει από μέσα του την εξουσία «του πνεύματος του κόσμου
τούτου», να ξεχάσει «τΆ ανθρώπινα ανάρμοστα», όλα όσα διαδραματίσθηκαν στη
μαρτυρική Μικρά Ασία, τις φρικαλεότητες και τις θηριωδίες, που διέπραξαν
άνθρωποι έγκλειστοι στην αρρωστημένη ατομικότητά τους, επιθυμούσε διακαώς να
ελευθερωθεί μέσω της αγάπης, γιατί είχε συνειδητοποιήσει πως όσο πιο πολύ
αγαπάς, τόσο πιο ελεύθερος είσαι, λαχταρούσε να συναντήσει τον ζώντα Θεό, τον
Αιώνιο Παρόντα που κρύβεται κι εμφανίζεται, μας φανερώνεται ανάλογα με την
καθαρότητα των ψυχικών οφθαλμών μας, ήθελε να ζήσει αιωνίως ενωμένος μαζί Του,
να μετάσχει στην άκτιστη δόξα του Θεού.
Η Φάνυ Κουντουριανού - Μανωλοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Κατερίνη. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δίδαξε ως φιλόλογος σε δημόσια Λύκεια της Κατερίνης. Είναι παντρεμένη κι έχει δύο παιδιά.
Βραβεύθηκαν σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς πολλά διηγήματά της και τα πέντε μυθιστορήματα:
«Ίδε παρρησία λαλεί», «Ο γητευτής των ανθρώπων», «Οι πατριώτες», «Το τραύμα» και «Μαναόνα Μαδαγασκάρη».
Επιλέξτε νομό για να δείτε τα μεταφορικά του προϊόντος:
* Για πιο ακριβή αποτελέσματα προσθέστε όλα τα προϊόντα στο καλάθι σας και υπολογίστε τα μεταφορικά στην ολοκλήρωση της παραγγελίας. Οι δυσπρόσιτες περιοχές επιβαρύνονται με 2.5€