ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΕΤΡΕΣ
Τέσσερις πέτρες βάλθηκαν να χτίσουν
μοναστήρι
και να φυτέψουν τον καημό στου πόνου το
γεφύρι.
Και αν εσύ αλήτεψες πες μου εγώ τι φταίω
ο βήχας του μανταρινιού είναι καημός σου
λέω.
Όμορφο παραπέτασμα το σώμα που σπαράζει
και η φωνή του μαχαιριού την ακοή ταράζει.
Μα ποιος τη δίψα κρέμασε κανείς δε θα το
μάθει
προτού λαλήσΆ ο πετεινός η νεραντζιά
τρελάθη.
Πικράθηκε το νόημα που το Άβαλα στην άκρη
και στην πλατεία έσταξε το μαύρο του το
δάκρυ.
Μα δεν υπάρχει ουρανός να το τοποθετήσω
ούτε και την αξία του να την κοστολογήσω.
Ο κόσμος ετρελάθηκε η λογική πεθαίνει
και το σκοτάδι με σπουδή στα μάτια
ανεβαίνει.
Την αστραπή παντρεύτηκαν τα σύμβολα και
πάνε
μα που θα φτάσουν την αυγή καθόλου δε
ρωτάνε.
Ρημάδι η ασέβεια κάνει την προσευχή της
και ο λαός βαρέθηκε να περπατά μαζί της.
Καπνοί ελπίδων
φάνηκαν απΆ την ντροπή να βγαίνουν
κι αν τους ρωτήσεις πως και τι δεν ξέρουν
που πηγαίνουν.
Το δάκρυ τώρα χύνουνε όσοι στην εκκλησία
πουλήσανε
τον ψίθυρο για πράγματα αστεία.