Η ποιήτρια Ξένη Μητσοβασίλη, αλαφροπατώντας, έρχεται με δύναμη ψυχής να μας καταθέσει εκ νέου μια ποιητική συλλογή, βάζοντας τη σφραγίδα τής αγάπης. Της αγάπης που νικά το θάνατο και μετατρέπει τη θλίψη και την αγριότητα της ζωής σε δημιουργία.
Με αυτά τα δεδομένα και μ' ένα σπαστό χαμόγελο στα χείλη, περιφέρεται τυλιγμένη από γκρίζα σύννεφα που την οδηγούν εκεί που έχει καταθέσει την ψυχή της, και κάθε πρωί πηγαίνει με μια αγκαλιά αγάπης και δάκρια στεγνά, να πει μια καλημέρα στη ζωή που πρόωρα και αναπάντεχα της έφυγε από τα χέρια.
Τώρα καταλαβαίνει πως όλα τα δεινά έπρεπε να τα περάσει, κι η περιπέτεια που συνεχίζει να περνά είναι η απόσταση που χωρίζει Εκείνη, από το πλέον αγαπημένο της πρόσωπο.
Διασχίζει καθημερινά (χωρίς την αίσθηση της κούρασης) τις αλέες τού κόσμου, αόρατη∙ δεν την βλέπει κανείς, γιατί η ποιήτρια βλέπει μόνο ένα πρόσωπο…
Ο μαστός τού πόνου και της απελπισίας είναι ίδιος που έχει καταθέσει και στις τελευταίες εκδόσεις. Ογκώθηκε ο πόνος στο στήθος της, βάζει το σώμα και την ψυχή της σε μια σανίδα κι έχει αφεθεί να χαθεί στο άγνωστο για να αποβάλει τον πόνο και να χαθεί στον πάτο της κοινωνίας.
Στην καινούργια ποιητική έκδοση καθορίζει τη θέση της στον κόσμο. Αποτυπώνει τη δική της διαδρομή μέσα στο κοσμικό πνεύμα της ποίησης, καθώς αποτελεί μέλος της, για να διαμορφώσει το δικό της ποιητικό μύθο, μέσα στον οποίο διακρίνει κανείς μία ευαίσθητη ψυχή που αγωνιά, αγωνίζεται, πονάει, αγαπάει και δρα.
Λίγοι ξέρουμε γιατί η Ξ. Μ. βρίσκεται ακόμα στη ζωή, ανάμεσα στις φωτιές τού κόσμου.
Γιώργος Σταυράκης
Λογοτέχνης
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ορθή σα λυγαριά
Στη λογοτέχνη Ξένη Μητσοβασίλη
Γεννήθηκες στον Καλαμά με φεγγαρένια λόγια
κι εσύ αντί για μάλαμα πήρες τα μοιρολόγια.
Ξυπόλυτη στις ποταμιές, στις πέτρες, στα σοκάκια
μάζευες θρήνους κόκαλα αντί για μανουσάκια.
Τα μάτια σου έχουν νονό του ποταμού το χρώμα
και στις πηγές του βάφτιζες
της ανθρωπιάς το σώμα.
Στα βράχια και στις καλαμιές
πέτρωσες τον καημό σου
κι ο πόνος είναι σύντροφος
στο δρόμο το δικό σου.
Όμως στο μέσα σου κορμί
φέγγουν του ήλιου αχτίδες
που πλέκουν τα στεφάνια τους
με φως μα και μΆ ελπίδες
σου δίνουν πένα και χαρτί
κι όλο σου λεν προχώρα.
Τα στάχια σιγοτραγουδούν πάρε την ανηφόρα
οι ρίζες έχουν θησαυρούς έχουν ορμή και σώμα
στάσου ορθή σα λυγαριά κι όχι σκυφτή στο χώμα.
Δώσμου το χέρι αυταδελφή
νΆ ακούσουμε τΆ αηδόνι
και το κλαρίνο που βαράει
κλέφτες του Κατσαντώνη.
¶ννα Μπουρατζή-Θώδα