Απόσπασμα
ΘΕΪΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
(Ποίημα σε Θεατρική Διασκευή)
ΘΕΟΣ – ΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΦΙΔΙ – ΠΕΡΔΙΚΑ
ΣΑΡΔΕΛΑ – ΛΥΚΟΣ – ΠΡΟΒΑΤΟ
(Μια αίθουσα δικαστηρίου. Στην έδρα ο Θεός και κάτω ο άνθρωπος και τα ζώα. Έχουν έρθει να ζητήσουν ακρόαση και να εκθέσουν τα παράπονά τους από τη ζωή)
ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Σαν πεινασμένος πάνθηρας
χύμηξε ο χρόνος πάνω μου
να πνίξει τα όνειρά μου.
Πουλιά θανάτου ολόγυρα
ραμφίζουν την καρδιά μου
κι ένα βαρύ παγόβουνο
νεκρώνει το μυαλό μου.
Λησμονημένα σχήματα
της ύπαρξης τα οράματα.
Το κάλλος του κόσμου
που δεν πρόφτασαν
τα μάτια μου να δούνε
μου το ληστεύουνε κάθε λεπτό
οι ατέρμονες κραυγές της νύχτας.
Γιατί
με του ¶δη τα μάτια
απΆ την αυγή ως τη νύχτα
με κοιτάς
και με τΆ ατσάλινα χέρια σου
στη λησμονιά με σπρώχνεις;
Με ίλιγγο
και με κυρτό κορμί
τη γέφυρα που ενώνει γη και ουρανό
κάθε λεπτό περνάω
και συ με βλέπεις άσπλαχνα
για το κατάντημά μου;
Εσύ
που τον κόσμο
στην παλάμη σου κρατάς
και με αίμα τροφοδοτείς
των πλασμάτων σου τις φλέβες
άρπαξε τον τράχηλο του χρόνου
για να πάψει να τρώει
τις αιμάτινες σάρκες μου
κι απΆ την αδυσώπητη νύχτα της άβυσσου
λύτρωσέ με.
Την κερήθρα του ήλιου
και τΆ ανέμου την αιθρία κατάνυξη
περιδέραιο στις αισθήσεις μου κρέμασε.
ΘΕΟΣ
Η πνοή σου
δική μου πορεία
στη συμφωνία του κόσμου.
Και στα κοιμητήρια
που ανθίζουν
στα γαλάζια λειβάδια του νου μου
με σοφία συνθέτω το χώμα
που σε σκεπάζει.
ΦΙΔΙ
Την κοχλάζουσα στάχτη της θλίψης
οι βρυκόλακες στα μάτια μου ρίχνουν
κι εγώ βρέχω τη γλώσσα μου
στης νύχτας το μαύρο κάλεσμα
και στης πείνας τα πικρολίθια
για νΆ αντλήσω ελπίδες απΆ τον ουρανό
και να ντύσω του κορμιού μου τη γύμνια.
Τα μοιρολόγια μου
και της πίκρας μου το μαστίγωμα
διπλώνω στο κορμί του θανάτου
και τυλίγω το κουφάρι της αβύσσου
με του πόνου μου
τα ματωμένα δάχτυλα.
Σταυρούς χωρίς ανάσταση
στην πόρτα του ¶δη μου Άστησες
και τΆ απόβλητα των ανέμων
στεφάνι μου φόρεσες.
Οι πρώιμοι κεραυνοί των οδύνων μου
το γέλιο μου πνίγουν
και πλημμυρίζουν με αίμα
της φαντασίας μου τον παράδεισο.