Πρόλογος
Πολλοί, ακόμη και ποιητές και φιλόλογοι καθηγητές, αναρωτιώνται τι σημαίνει μεταμοντέρνα ποίηση, ενώ λίγο πολύ είναι σε όλους γνωστό τι σημαίνει παραδοσιακή και τι μοντέρνα ποίηση.
Μεταμοντέρνα, λοιπόν, ποίηση είναι εκείνη που αποτελείται από εξωπραγματικές εικόνες, όπως και η μοντέρνα ποίηση, αλλά που στο σύνολο τους μας δίνουν ένα σαφές και συγκεκριμένο αλληγορικό ή μεταφορικό νόημα, σε αντίθεση με τη μοντέρνα, την καθαρή ποίηση, που είναι ακατάληπτη και ανερμήνευτη και δεν έχει νόημα με την κοινή του όρου έννοια.
Με άλλα λόγια είναι η βασική μορφή της ποίησης που αποτελείται από εξωπραγματικές εικόνες, οι οποίες τιθέμενες καταλλήλως η μία δίπλα στην άλλη, ως ένα αρχέγονο αλφάβητο, μας δίνουν στο σύνολό τους ένα αλληγορικό ή μεταφορικό νόημα. Είναι ένα κράμα ποίησης που συνδυάζει το νόημα της παραδοσιακής ποίησης και την εξωπραγματική εικόνα της μοντέρνας ποίησης. Και με πιο απλά λόγια είναι η μοντέρνα ποίηση που δεν είναι ακατάληπτη και ανερμήνευτη, αλλά που έχει ένα αλληγορικό ή μεταφορικό νόημα. Είναι η ποίηση που και την καταλαβαίνουμε και την αισθανόμαστε σε αντίθεση με τη μοντέρνα που δεν την καταλαβαίνουμε, αλλά απλώς την αισθανόμαστε. Γράφεται όπως και η μοντέρνα σε πεζό, συνήθως, στίχο, αλλά δεν αποκλείεται να γραφεί, όπως και η μοντέρνα και σε έμμετρους ή στιχουργικούς στίχους.
Ιστορικά προέκυψε από δύο κυρίως λόγους: Από την αντίδραση του κοινού στο ακατάληπτο και ανερμήνευτο της μοντέρνας ποίησης και στην προσπάθεια να κερδίσει και πάλι η ποίηση το αναγνωριστικό της κοινό, αλλά και από μια προσπάθεια των μαρξιστών ποιητών να συνδυάσουν την εξωπραγματική και ακατάληπτη νοηματικά εικόνα της μοντέρνας ποίησης με τη μετάδοση μαρξιστικών μηνυμάτων, χωρίς όμως και να μπορέσουν να αποδώσουν τη γνήσια μορφή της μεταμοντέρνας ποίησης, αλλά μια άμορφη ποίηση, όπου μέσα στο ίδιο ποίημα συναντάμε στοιχεία και των τριών βασικών μορφών της ποίησης (παραδοσιακής, μοντέρνας και μεταμοντέρνας).
Στον ελληνικό χώρο πρόδρομοι της μεταμοντέρνας ποίησης, στη θεωρία αλλά όχι και στην πράξη, υπήρξαν οι Ιωάννης Γρυπάρης και Παύλος Νιρβάνας. Ο πρώτος με τη μελέτη του «Ο συμβολισμός εν τη ποιήσει» που έγραψε το 1893 και επρότεινε μία μέση οδό μεταξύ παραδοσιακής και συμβολικής (μοντέρνας) ποίησης, ώστε να αποδίδεται στο εξής με έναν τρόπο αλληγορικό κα ο δεύτερος με τη μελέτη του, που δημοσιεύτηκε το 1903 στο περιοδικό «Κριτική» τασσόμενος και αυτός υπέρ της αλληγορικής λειτουργίας της ακατάληπτης συμβολικής (μοντέρνας) ποίησης.
Κάτι ανάλογο υποστήριξε και ο Τσαρούχης για το χώρο της ζωγραφικής, ο οποίος έλεγε ότι: «Ενώ αφαιρώ υποκειμενικότητα από το αντικείμενο, ωστόσο δε θέλω να γίνω συμβολιστής, ούτε να σπάσω τη νοηματική συνδετική αντανάκλαση ανάμεσα στο έργο και στο θεατή».
Η μεταμοντέρνα αυτή ποίηση άρχισε να καλλιεργείται πρακτικά στη χώρα μας μετά το 1980 από μία πολύ μικρή ομάδα ποιητών και είναι άγνωστη στους παλιότερους ποιητές, αλλά και στους πιο πολλούς από τους νεώτερους. Στη μεταμοντέρνα αυτή μορφή έχουν γραφεί κατά ποσοστό ενενήντα περίπου τοις εκατόν και οι πρώτος και δεύτερος τόμοι «Των ερωτικών» μου, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Λεξίτυπον.
Η μεταμοντέρνα αυτή ποίηση δε διδάσκεται ακόμη στη μέση και στην ανωτέρα εκπαίδευση και είναι άγνωστη στα Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας.
Είναι η ποίηση που γίνεται με ενθουσιασμό δεκτή από το σύνολο του αναγνωστικού και ακροαματικού κοινού σε σύγκριση με τη μοντέρνα, την οποία αποδέχεται μόλις το πέντε περίπου τοις εκατόν του ίδιου κοινού και την απορρίπτει το ενενήντα πέντε περίπου τοις εκατόν.
Είναι η μορφή που νομίζω, ότι μπορεί να βγάλει την ποίηση από την απομόνωση που βρίσκεται σήμερα και να την ξαναφέρει κοντά στις πλατειές λαϊκές μάζες, ώστε να παίξει και πάλι τον πολιτιστικό και κοινωνικό της ρόλο, εφΆ όσον είναι σε όλους γνωστό, ότι σήμερα η ποίηση βρίσκεται σε ένα είδος απομόνωσης και απαξίωσης, αφού δεν απαγγέλλεται στις εθνικές και άλλες εορτές, όπως παλιότερα, τα βιβλιοπωλεία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν τη δέχονται στα ράφια τους προς πώληση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης την έχουν σχεδόν αποβάλλει από τις σελίδες και τα προγράμματά τους.
Είναι απόλυτα εξακριβωμένο από πειράματα, ότι η τηλεοπτική ακροαματικότητα όσον αφορά τη μοντέρνα ποίηση φτάνει σε μηδενικά επίπεδα, ενώ της μεταμοντέρνας εκτοξεύεται στα ύψη. Παραταύτα τα κρατικά κανάλια παραγνωρίζουν το γεγονός αυτό και εξακολουθούν να παρουσιάζουν αραιά και που, μόνο τη μοντέρνα ποίηση, και αγνοούν τη μεταμοντέρνα, αλλά και την παραδοσιακή, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργήσει προς το ακροαματικό κοινό, καλώς ή κακώς, μια απέχθεια προς τη ποίηση γενικά, να μην την παρουσιάζουν εξΆ αυτού του λόγου και τα ιδιωτικά κανάλια και να έχει φτάσει η ποίηση σήμερα από πλευράς αναγνωσιμότητας και ακροαματικότητας σε θλιβερά μηδενικά όρια.
Δεν αποδίδουμε σε κανέναν κακή πρόθεση, δόλο η βαριά, έστω, αμέλεια για την κατάσταση αυτή. Αποδίδουμε, όμως, άγνοια, αδιαφορία για την υπάρχουσα κατάσταση και ελαφρά αμέλεια.
Η γνώμη μου είναι ότι κατά την αξιολόγηση της ποίησης δεν πρέπει να λαμβάνεται υπΆ όψη η μορφή στην οποία ανήκει αυτή (παραδοσιακή, μοντέρνα, μεταμοντέρνα) αλλά η ποιότητά της και σύμφωνα με τα κριτήρια της μορφής στην όποια η καθεμιά ανήκει. Και σΆ αυτό, από όσο γνωρίζω, συμφωνούν και πολλοί από τα έγκριτα μέλη των ποιητών και ακαδημαϊκών, γιατί και οι τρεις αυτές βασικές μορφές είναι πολιτιστικά επιβεβλημένο και χρήσιμο να προωθούνται ισότιμα για τους λόγους που εκτενώς έχω αναπτύξει στα περί ποιήσεως δοκίμιά μου. Και αυτός είναι και ο λόγος που προσωπικά ασχολούμαι ισομερώς και με τις τρεις αυτές βασικές μορφές της ποίησης. Αλλά στην παρουσίασή τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κυρίως από τα τηλεοπτικά κανάλια, που απευθύνονται στις πλατιές λαϊκές μάζες, θα πρέπει να προηγείται η μεταμοντέρνα που, καλώς ή κακώς, γίνεται καθολικά δεκτή από το αναγνωστικό κοινό και μπορεί να βγάλει την ποίηση από την απομόνωση που βρίσκεται σήμερα, κατά δεύτερον λόγο η παραδοσιακή και κατά τρίτον η μοντέρνα.
Έχω δε την εντύπωση ότι αν η κρατική τηλεόραση, αλλά και τα ιδιωτικά κανάλια, διέθεταν έπειτα από έναν ποιοτικό έλεγχο, μία ώρα την εβδομάδα για απαγγελίες ποιημάτων και έδιναν τα τριάντα λεπτά στη μεταμοντέρνα ποίηση, είκοσι στην παραδοσιακή και τα δέκα στη μοντέρνα θα ανέβαζαν τα τηλεοπτικά ποσοστά τους και η ποίηση θα μπορούσε να βγει από την απομόνωση της και να παίξει τον κοινωνικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό ρόλο που της ανήκει. Το αυτό θα μπορούσε να συμβεί και αν ο ημερήσιος τύπος διέθετε για την ποίηση μία σελίδα του την εβδομάδα για τον ίδιο σκοπό και με τις ίδιες αναλογίες.
ΠΟΤΗΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ